Ο πολιτισμικός και ο θρησκευτικός τουρισμός είναι σε θέση να συμβάλλουν στην αναζωογόνηση και ανανέωση του εθνικού τουριστικού προϊόντος που αποτελούν ζητούμενο για τη χώρα μας, τονίζεται σε μελέτη που εκπόνησαν για λογαριασμό του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) οι κύριοι Ν.Βαγιονής και Σ.Σκούλτσος. Η μελέτη έχει τίτλο “Ο Πολιτισμικός και Θρησκευτικός Τουρισμός ως συνιστώσες του εθνικού τουριστικού προϊόντος”.
Τα συμπεράσματα της μελέτης:
Ο εμπλουτισμός του τουριστικού προϊόντος αποτελεί επιτακτική ανάγκη για το σύγχρονο τουριστικό προϊόν σε διεθνές επίπεδο. Σε αυτό το πλαίσιο, το εθνικό τουριστικό προϊόν θα πρέπει να αναδιαμορφωθεί και από το κλασικό προϊόν «ήλιος και θάλασσα» να προσφέρει ένα πιο ανταγωνιστικό προϊόν που ικανοποιεί ένα σύνολο αναγκών. Εφόσον ο ανταγωνισμός στο επίπεδο των τιμών είναι δύσκολο να επιτευχθεί –έχοντας ως αντιπάλους την Τουρκία, την Αίγυπτο, την Πορτογαλία– η στροφή σε ένα ποιοτικότερο και πιο σύνθετο προϊόν είναι σκόπιμη. Σε αυτή την κατεύθυνση δύναται να συμβάλλει ο πολιτισμικός τουρισμός και οι επιμέρους μορφές που περιλαμβάνει όπως ο αστικός, ο θρησκευτικός κ.ά.
Η περίπτωση του Μουσείου της Ακρόπολης ανέδειξε τη δυναμική που υφίσταται στον τομέα του πολιτισμικού τουρισμού και ως προς τον εισερχόμενο αλλά και τον εσωτερικό τουρισμό. Η σωστή διαχείριση, προβολή και αξιοποίηση των υφιστάμενων μουσείων και αρχαιολογικών χώρων, και ειδικότερα αυτών που βρίσκονται σε κοντινή απόσταση από τα σημεία εισόδου των τουριστών (κυρίως στα διεθνή αεροδρόμια) και σε μεγάλα αστικά κέντρα, είναι δυνατόν να συμβάλλουν στην αύξηση των τουριστικών ροών προς αυτές τις περιοχές.
Ο αριθμός των επισκέψεων στον αρχαιολογικό χώρο της Ακρόπολης –που βρί- σκεται στην πρώτη θέση– αντιστοιχεί μόλις στο 7,1% του συνολικού αριθμού των αφίξεων των μη κατοίκων. Εάν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι ένα μέρος αυτών είναι εσωτερικοί τουρίστες, τότε το ποσοστό των μη κατοίκων μειώνεται εκ νέου. Το ίδιο, φυσικά, συμβαίνει και στις καταγραφές των υπολοίπων αρχαιολογικών χώρων από τους οποίους ορισμένοι αποτελούν και Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Ως εκ τούτου κρίνεται ότι η αξιοποίηση των αρχαιολογικών χώρων δεν είναι επαρκής, ενώ δεν υπάρχει αποτελεσματική σύνδεση με τις δραστηριότητες που προωθούνται ως μέρος του εθνικού τουριστικού προϊόντος.
Επιπλέον, οι επισκέψεις στους αρχαιολογικούς χώρους της χώρας ακολουθούν την εποχικότητα του κλασικού τουριστικού προϊόντος «ήλιος και θάλασσα». Τα στοιχεία αυτά οδηγούν στις παρακάτω προτάσεις σχετικά με το προϊόν του πολιτισμικού τουρισμού:
• Στις περιοχές όπου η εποχικότητα είναι εκ των πραγμάτων δεδομένη (π.χ. νησιωτικές περιοχές) και το κυρίαρχο τουριστικό προϊόν είναι άμεσα συνδεδεμένο με τον μαζικό τουρισμό κρίνεται σκόπιμη η προώθηση του πολιτισμού ως συμπληρωματικό κομμάτι των δραστηριοτήτων των τουριστών. Η προώθηση του πολιτισμού θα πρέπει να γίνει εντός του πλαισίου που θέτει η συγκεκριμένη τουριστική αγορά.
Χρειάζεται ο σχεδιασμός τουριστικών πακέτων τα οποία στηρίζονται στο κλασικό προϊόν, αλλά προωθούν παράλληλα και ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα τον πολιτισμό και την αξία των μνημείων –ειδικά στις περιπτώσεις των Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Η προσφορά σύνθετων τουριστικών εμπειριών με ποικίλες δραστηριότητες θα βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα των προορισμών.
• Στα αστικά κέντρα, η αξιοποίηση των αρχαιολογικών χώρων αλλά και των μουσείων παρουσιάζει δυναμικές που δεν περιορίζονται στο μοντέλο του μαζικού τουρισμού. Σύμφωνα με τα στοιχεία, οι αρχαιολογικοί χώροι που έχουν την υψηλότερη επισκεψιμότητα βρίσκονται σε περιοχές με υποδομές που αφορούν είτε τη διαμονή είτε την πρόσβαση (π.χ. οδικό δίκτυο, αεροδρόμιο κτλ.), γεγονός που προσδίδει στα μεγάλα αστικά κέντρα συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με άλλες τουριστικές περιοχές. Ως αποτέλεσμα, η ανάπτυξη του αστικού τουρισμού –που εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο του πολιτισμικού τουρισμού– δύναται να αποτελέσει μια επιτυχημένη πολιτική αναφορικά με τα αστικά κέντρα. Επιπλέον, με την προώθηση εξειδικευμένων πακέτων που εστιάζουν στις δραστηριότητες εντός πόλης, παρουσιάζεται ιδιαίτερη δυναμική για την καταπολέμηση της εποχικότητας, καθώς το σύνολο των υποδομών σε αυτές τις περιοχές λειτουργούν κατά κύριο λόγο όλο το έτος. Επιπλέον, ο συνδυασμός των πολιτιστικών κινήτρων με επιπρόσθετα κίνητρα όπως αγορές, ψυχαγωγία, city-breaks κ.ά. θα έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη για διάφορους κλάδους των τοπικών οικονομικών (π.χ. εμπορικά καταστήματα, πολιτιστικές εκδηλώσεις κ.ά.).
• Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην επαρκή αξιοποίηση των Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς (UNESCO). Οι περιοχές που τα διαθέτουν θα πρέπει να εκμεταλλευτούν στο έπακρο την παγκόσμια αναγνωρισιμότητα που αποκτά η περιοχή. Ταυτοχρόνως, θα πρέπει να γίνουν περαιτέρω προσπάθειες για την ένταξη επιπλέον μνημείων στον κατάλογο της UNESCO. Σημειώνεται εδώ η προσπάθεια που γίνεται από το Ζαγόρι για την ένταξή του ως Ελληνικό Πολιτιστικό Τοπίο στα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς με στόχους τη διεθνή προβολή, την τουριστική αξιοποίηση αλλά και την προστασία του τοπίου και της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής της περιοχής.
• Κρίνεται σκόπιμο, η προώθηση του πολιτισμικού τουρισμού να γίνει στοχευμένα, σε αγορές που παρουσιάζουν ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ως προς την εποχικότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αγορά της Κίνας. Η Κίνα ως ανερχόμενη αγορά του εξερχόμενου τουρισμού αποτελεί μια νέα και μεγάλη αγορά για το σύνολο των ευρωπαϊκών προορισμών. Τα ταξίδια των Κινέζων τουριστών στην Ευρώπη περιλαμβάνουν: επισκέψεις σε πολλές χώρες και στα σημαντικότερα μνημεία τους, γνωριμία με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, αγορές πολυτελείας και χαμηλή εποχικότητα. Σύμφωνα με τα παραπάνω, θα πρέπει να πραγματοποιηθούν προσπάθειες προώθησης πολιτισμικού-αστικού τουρισμού στη συγκεκριμένη αγορά είτε ως ταξίδια αποκλειστικά στην Ελλάδα είτε ως μέρος ενός μεγαλύτερου ταξιδιού. Άλλα ενδεικτικά παραδείγματα τέτοιων αγορών είναι η Ρωσία και η Ινδία.
• Αξίζει να αναφερθεί εδώ ότι η σχέση μεταξύ τουρισμού και πολιτισμού είναι αμφίδρομη. Πιο συγκεκριμένα, η στροφή προς τον πολιτισμικό τουρισμό εκ των πραγμάτων θα αυξήσει και την προσφορά πολιτιστικών προϊόντων. Όπως έχει υποστηριχθεί, κινητήρια δύναμη της αναπτυξιακής πορείας της οικονομίας του πολιτισμού αποτελεί ο τουρισμός, ο οποίος μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός διάδοσης των προϊόντων του πολιτισμού. Συνεπώς, η στήριξη και προώθηση του ενός θα συμβάλλει στην ανάπτυξη του άλλου.
Αναφορικά με τον θρησκευτικό τουρισμό, το πλεονέκτημα που παρουσιάζει η συγκεκριμένη μορφή στη χώρα μας είναι η χωρική διασπορά των μνημείων θρησκευτικού ενδιαφέροντος. Σε συνδυασμό με τα ιδιαιτέρα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης αγοράς, προκύπτουν οι εξής προτάσεις για την ανάπτυξη και αξιοποίησή της:
• Η αξιοποίηση των θρησκευτικών μνημείων θα ενισχύσει οικονομικά αρκετές περιοχές που χαρακτηρίζονται «μειονεκτικές». Η χωρική διασπορά των μνημείων προσφέρει αυτή τη δυνατότητα, ενώ δύναται να αποτελέσει ευκαιρία –όπως έχει υποστηριχθεί– για την ενεργοποίηση «εγκαταλειμμένων» κλάδων των εκάστοτε οικονομιών (π.χ. οικοτεχνία, ξυλογλυπτική, γεωργία).
• Ο θρησκευτικός τουρισμός δύναται να αποτελέσει μοχλό αναζωογόνησης του εσωτερικού τουρισμού, που σημείωσε ιδιαίτερα μεγάλη μείωση λόγω της οικονομικής κρίσης. Κρίνεται σκόπιμο η εστίαση να πραγματοποιηθεί στις μεγαλύτερες ηλικίες, οι οποίες αφενός παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη ζήτηση στη συγκεκριμένη αγορά, αφετέρου δύνανται να συμβάλλουν στην ενίσχυση της τουριστικής κίνησης σε περιόδους χαμηλής ζήτησης.
• Βασικό χαρακτηριστικό του θρησκευτικού τουρισμού στην Ελλάδα αποτελεί η έλλειψη εξωστρέφειας. Οι περισσότεροι επισκέπτες είναι εσωτερικοί τουρίστες. Για τον λόγο αυτό κρίνεται σκόπιμη η αξιοποίηση των ομόθρησκων αγορών της Ανατολικής Ευρώπης (π.χ. Ρωσία, Σερβία). Σημειώνεται εδώ ότι, τα τελευταία χρόνια, έχουν γίνει προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση από το Συνοδικό Γραφείο Προσκυνηματικών Περιηγήσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος.
• Αναγκαία συνθήκη για την ανάπτυξη του θρησκευτικού τουρισμού αποτελεί η ολοκληρωμένη καταγραφή και προβολή του συνόλου των θρησκευτικών μνημείων της χώρας. Το αντικείμενο αυτό αποτελεί και έναν από τους βασικούς στόχους του μνημονίου συνεργασίας που υπέγραψε η Εκκλησία της Ελλάδος με το Υπουργείο Τουρισμού. Σε αυτό αναφέρονται χαρακτηριστικά ως στόχοι: «η προστασία, η ανάδειξη, η προβολή και η προώθηση της αναγνωρισιμότητας και επισκεψιμότητας, των ιερών μνημείων, τόπων, περιοχών, προσκυνημάτων και κειμηλίων, του περιβάλλοντος χώρου, καθώς και της θρησκευτικής και λατρευτικής εν γένει ζωής…»,
• Λαμβάνοντας υπόψη ότι σχεδόν το σύνολο των θρησκευτικών μνημείων της χώρας βρίσκονται σε λειτουργία, αποτελεί αναγκαιότητα ο σωστός σχεδιασμός ώστε, αφενός να μην χαθεί το θρησκευτικό στοιχεία, αφετέρου να προωθηθούν τα ιδιαίτερα πολιτιστικά στοιχεία που παρουσιάζουν, έτσι ώστε να αυξηθεί η ελκυστικότητά τους και σε τουρίστες που δεν ελκύονται από το θρησκευτικό ενδιαφέρον. Ενδεικτικά παραδείγματα αποτελούν η Νέα Μονή της Χίου –με έντονο πολιτιστικό ενδιαφέρον– όπως επίσης και όλα τα θρησκευτικά μνημεία που συγκαταλέγονται στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.
• Ο αμιγώς θρησκευτικός τουρίστας –ιδιαίτερα στη χώρα μας– αναζητά καταλύματα μεσαίας ή χαμηλής κατηγορίας. Το στοιχείο αυτό αναδεικνύει τη σημασία της ανάπτυξης της συγκεκριμένης μορφής σε περιοχές όπου η τουριστική προσφορά βασίζεται σε ξενοδοχειακές κλίνες χαμηλών κατηγοριών.
Παράλληλα με τα προαναφερθέντα, για τον πολιτισμικό και τον θρησκευτικό τουρισμό κρίνεται σκόπιμο να εφαρμοστούν κοινές πολιτικές που θα συμβάλλουν εξίσου στην προώθηση των συγκεκριμένων μορφών. Πιο συγκεκριμένα, οι θεματικές διαδρομές και στις δύο περιπτώσεις θα συμβάλλουν στην ελκυστικότητα του προσφερόμενου προϊόντος αλλά και στην ενίσχυση της εξωστρέφειας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι περιηγήσεις «Οι Δρόμοι του Παυσανία» και «Τα Βήματα του Αποστόλου Παύλου» που προωθούνται ως περιηγήσεις συνδυάζοντας ένα σύνολο στοιχείων πολιτισμού, θρησκείας και φύσης.
Ο πολιτισμός και η θρησκεία αποτελούν στοιχεία που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και ως εκ τούτου το ενδιαφέρον για τον πολιτισμό εμπεριέχει και τη γνωριμία με τη θρησκεία και το αντίστροφο. Σε αυτό το είδος τουριστικής ανάπτυξης συνδυάζονται κίνητρα ενός θεματικού άξονα –στην προκειμένη περίπτωση αυτόν του πολιτισμού. Συνεπώς, προωθούνται στοιχεία που α- φορούν εν γένει τον πολιτισμό όπως αρχαιολογικοί χώροι, τοπικές εορτές (συχνά συνδεδεμένες με τη θρησκεία), θρησκευτικά μνημεία. Άλλωστε, αρκετά θρησκευτικά μνημεία παρουσιάζουν εξαιρετικό αρχιτεκτονικό και πολιτισμικό ενδιαφέρον που ξεπερνούν το θρησκευτικό ενδιαφέρον. Η τουριστική ανάπτυξη σε «πλέγμα» θα συμβάλλει ιδιαιτέρως στην ανάπτυξη ενός σύνθετου τουριστικού προϊόντος σε επίπεδο νομού η περιφέρειας, δίνοντας τη δυνατότητα για την περαιτέρω αξιοποίηση των πόρων που σχετίζονται με τον πολιτισμό και τη θρησκεία.