ΓΙΑΤΙ Η ΑΘΗΝΑ ΕΙΝΑΙ ΠΡΩΤΗ; ΓΙΑΤΙ Η ΑΘΗΝΑ ΕΙΝΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ;
Η υψηλή ποιότητα δεν φέρνει αντίστοιχες τιμές στα ξενοδοχεία
Σε προηγούμενο τεύχος της νέας μας ψηφιακής έκδοσης «ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ 360⁰» είχαμε θέσει το ερώτημα «Γιατί η Αθήνα είναι πρώτη και ταυτόχρονα τελευταία;» και είχαμε υποσχεθεί να επανέλθουμε στο θέμα, όπως και κάνουμε σε αυτό το άρθρο. Στο σχετικό σχόλιο αναφέρουμε: «Εξετάζοντας τα στατιστικά με ερευνητική διάθεση, προκύπτουν συχνά ενδιαφέροντα ερωτήματα. Π.χ. γιατί τα ξενοδοχεία της Αθήνας είναι πρώτα στο δείκτη ικανοποίησης πελατών GRI με 85,4%, αφήνοντας πίσω όλους τους ανταγωνιστικούς τους προορισμούς; (Η Βαρκελώνη ακολουθεί με το πολύ χαμηλότερο 82,7%.) Γιατί η Αθήνα, με μέση πληρότητα 68,7% (αύξηση της τάξης του 23,3% έναντι του 2021), είναι τελευταία στη θέση -θετικής- μεταβολής έναντι των ανταγωνιστών της; Και γιατί στο έσοδο ανά διαθέσιμο δωμάτιο / RevPar 85,19 ευρώ (αύξηση 53,3% έναντι του 2021) βρίσκεται πάλι στην τελευταία θέση; Γιατί, ακόμη, στη μέση τιμή δωματίου / ADR 123,97 ευρώ (αύξηση 24,3 % έναντι του 2021) βρίσκεται στην προτελευταία θέση, με την πλέον χαμηλή μέση τιμή δωματίου στα 113,37 ευρώ (Βιέννη) και την υψηλότερη στα 292,77 ευρώ (Παρίσι); Άλλο ερώτημα -σε κάποιο βαθμό ρητορικό, αφού ο συγκρινόμενος ανταγωνισμός δεν είναι ο ίδιος στις δύο αναφορές / έρευνες- ωστόσο βάσιμο: Γιατί η Αθήνα δεν μπορεί να “εισπράξει” ούτε σε τιμές ούτε σε ρυθμό ανάκαμψης την καλή της φήμη; Υπερπροσφορά, υψηλό ενεργειακό και λειτουργικό κόστος, δύσκολες συνθήκες, αβεβαιότητα για τον πόλεμο και την πανδημία, σημειώνει η ΕΞΑΑΑ. Όμως και οι άλλοι δεν τα αντιμετωπίζουν όλα αυτά; Τι μας αναγκάζει να πουλάμε φθηνότερα;»
Ο ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΜΕ ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ
2016-2019: σημαντική αύξηση του τουρισμού στην Αθήνα, μεγαλύτερη απ’ ό,τι στο σύνολο της Ελλάδας. Οι αφίξεις στα ελληνικά αεροδρόμια αυξήθηκαν κατά 21%, ενώ στην Αθήνα κατά 27%. Αντίστοιχα, οι επισκέψεις κατοίκων εξωτερικού στην Αττική αυξήθηκαν από 4,5 εκατ. περίπου σε 6 εκατ. Παρά την ανάκαμψη, η δραστηριότητα του 2021 είναι σημαντικά χαμηλότερη από την περίοδο 2016-2019. Μεγάλος αριθμός επισκεπτών, και μάλιστα με μακρά διάρκεια παραμονής, διαμένει σε καταλύματα εκτός ξενοδοχείων, όπως σε καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης ή σε συγγενείς και φίλους. Οι πολιτιστικοί πόροι της Αθήνας και της Αττικής παραμένουν σε μεγάλο βαθμό τουριστικά αναξιοποίητοι, με εξαίρεση την Ακρόπολη και το Μουσείο της Ακρόπολης που προσελκύουν πολύ περισσότερους από τους μισούς επισκέπτες μουσείων και αρχαιολογικών χώρων.
Τα νησιά του Αργοσαρωνικού -που εν πολλοίς είναι άγνωστα στους αλλοδαπούς επισκέπτες της Αθήνας- προσφέρουν σημαντικά περιθώρια αξιοποίησης για τη δημιουργία ενός σύνθετου και μοναδικού προϊόντος city break. Το ξενοδοχειακό δυναμικό της πόλης αυξήθηκε σημαντικά μεταξύ 2016 και 2020, ιδιαίτερα στον Κεντρικό Τομέα Αθηνών (+19% σε μονάδες και +13% σε δωμάτια) και ιδιαίτερα στην κατηγορία 4 αστέρων (+62% / +37% αντίστοιχα).
Το 2019, η πληρότητα των ξενοδοχείων στον Κεντρικό Τομέα Αθηνών άγγιξε το 60%, σημαντικά ψηλότερα απ’ ό,τι στους άλλους τομείς που -στην καλύτερη περίπτωση- κυμάνθηκαν περί το 40%. Την περίοδο 2015-2019, ο κύκλος εργασιών των ξενοδοχείων εκτιμάται ότι αυξήθηκε από τα € 661 εκατ. στα € 845 εκατ. με πλέον ωφελημένα τα ξενοδοχεία 4 αστέρων (από € 187 εκατ. σε € 277 εκατ.) που είχαν και τη μεγαλύτερη αύξηση μονάδων και δωματίων. Το 2020 οι προγραμματισμένες θέσεις σε εισερχόμενες διεθνείς πτήσεις για την Αθήνα μειώθηκαν κατά 59% σε σχέση με το 2019. Το 2021 υπήρξε αύξηση 38% σε σχέση με το 2020, ενώ για το 2022 υπάρχει αύξηση 67% σε σχέση με το 2021. Σε σύγκριση με τη Βαρκελώνη, τη Λισαβόνα, τη Μαδρίτη, το Μιλάνο και τη Ρώμη, η Αθήνα είχε το χαμηλότερο ποσοστό μεταβολής στις κρατήσεις αεροπορικών θέσεων το 2020 & 2021 σε σχέση με το 2019.
Πηγή: ΙΝΣΕΤΕ – GBR