Το κρέας στη νέα εποχή. Η βιομηχανία κρέατος αποτελεί έναν τομέα οικονομικής δραστηριότητας που βρίσκεται σε ένα σημαντικό σταυροδρόμι. Σημαντικά στοιχεία προκύπτουν από τα συμπεράσματα μελέτης που εκπόνησε η Διεύθυνση Οικονομικών – Κλαδικών Μελετών της ICAP για την εγχώρια κατανάλωση κρέατος το 2022.
Της Χριστίνας Δραγγανά
Το δυναμικό Comeback
Σύμφωνα με τη Σταματίνα Παντελαίου, Διευθύντρια Οικονομικών – Κλαδικών Μελετών της ICAP CRIF, η συνολική καθαρή εγχώρια παραγωγή κρέατος παρουσίασε αυξομειώσεις τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Ειδικότερα, την περίοδο 2009-2015, η παραγωγή ήταν συνεχώς πτωτική. Το 2016 η εγχώρια παραγωγή αυξήθηκε κατά 4,3% έναντι του 2015 και το 2017 παρέμεινε στα ίδια επίπεδα. Αντίθετα, τη διετία που ακολούθησε (2018-2019) η παραγωγή παρουσίασε ελαφρά μείωση, καταγράφοντας οριακά αρνητικό ρυθμό μεταβολής (2019: -0,6%, 2018: -0,8%). Το 2020 η παραγωγή συρρικνώθηκε περαιτέρω, παρουσιάζοντας μείωση της τάξεως του 3%.
“Τα συσκευαστήρια κρέατος και οι μονάδες επεξεργασίας του αποτέλεσαν τις πρώτες επιχειρήσεις τροφίμων που γνώρισαν σημαντική ανάπτυξη από το 1972 έως το 1992.”
Σχετικά με τις διάφορες κατηγορίες κρέατος, παρατηρείται μείωση στην παραγωγή του αιγοπρόβειου κρέατος (-3%), του χοιρινού κρέατος (-4%) και του κρέατος πουλερικών (-4%) το 2020 σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Αντίθετα, η παραγωγή του βόειου αυξήθηκε ελαφρώς κατά 1% το ίδιο έτος, ύστερα από τη συνεχή μείωση που κατέγραψε τα προηγούμενα χρόνια. Βάσει των στοιχείων του έτους 2020, το μεγαλύτερο μερίδιο επί της συνολικής καθαρής εγχώριας παραγωγής κρέατος εξακολουθεί να αποσπά το κρέας πουλερικών (54%) και ακολουθούν το χοιρινό κρέας (17%), το αιγοπρόβειο κρέας (15%) και το βόειο (8%). Ωστόσο, τα μερίδια που καταλαμβάνουν οι παραπάνω κατηγορίες κρέατος επί της εγχώριας παραγωγής διαφέρουν από τα αντίστοιχα μερίδιά τους επί της κατανάλωσης, δεδομένου ότι σε ορισμένες κατηγορίες κρέατος υπάρχει υψηλή εισαγωγική διείσδυση. Προτού δούμε το μέλλον της βιομηχανίας κρέατος, ας κάνουμε μια μικρή αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν, παρακολουθώντας την εξέλιξη της εν λόγω βιομηχανίας.
Το πρώτο κύμα αλλαγών
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, οι αγορές πρώτων υλών διατροφής από τους καταναλωτές μειώθηκαν σημαντικά, ωστόσο άρχισαν να επιζητούν προπαρασκευασμένα προϊόντα τα οποία είχαν μια σταθερή ποιότητα χωρίς αυτό να συνεπάγεται πως ήταν λιγότερο υγιεινά. Έτσι επήλθε μια μεγάλη αλλαγή στην αλυσίδα προμήθειας κρέατος. Το μειωμένο ποσοστό αγορών ειδών διατροφής οφειλόταν στο γεγονός ότι όλο και περισσότερα νοικοκυριά σταμάτησαν να προετοιμάζουν το φαγητό τους στο σπίτι κι άρχισαν να γευματίζουν έξω. Επιπλέον, με έναυσμα την ίδια δεκαετία, όλο και περισσότερες γυναίκες εισήχθησαν στην αγορά εργασίας, με αποτέλεσμα να μαγειρεύουν λιγότερο και να στρέφονται στα έτοιμα γεύματα και στις επιχειρήσεις εστίασης. Έτσι, η μεγαλύτερη κατανάλωση κρέατος, ως κατεξοχήν είδους που σερβίρεται σε επιχειρήσεις μαζικής εστίασης, είχε ως αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη ανάγκη για αντίστοιχα προϊόντα. Επίσης, οι απαιτήσεις των καταναλωτών για μεγαλύτερη ποικιλία και συνεχόμενη ροή διάθεσης των προϊόντων οδήγησε στη μείωση των τιμών λόγω ζήτησης και στην αύξηση παραγωγής επεξεργασμένου κρέατος από τη βιομηχανία.
Τα συσκευαστήρια κρέατος και οι μονάδες επεξεργασίας του αποτέλεσαν τις πρώτες επιχειρήσεις τροφίμων που γνώρισαν σημαντική ανάπτυξη μεταξύ των ετών 1972-1992. Η ανάπτυξη της βιομηχανίας πουλερικών, που ξεκίνησε σταδιακά από τη δεκαετία του ’60, μείωσε σημαντικά το κόστος του κοτόπουλου, ενώ παράλληλα αύξησε την παραγωγή και την πληθώρα προσφερόμενων προϊόντων. Ως αποτέλεσμα, η κατανάλωση πουλερικών αυξήθηκε ενώ τα κέρδη των βιομηχανιών βόειου και χοιρινού κρέατος είδαν τα κέρδη τους να μειώνονται αισθητά. Για να μπορέσουν να βγουν από αυτή την κρίση, οι προαναφερθείσες βιομηχανίες έσπευσαν να μειώσουν το κόστος παραγωγής με σκοπό την αναζωπύρωση του ανταγωνισμού. Οι εταιρείες επεξεργασίας κρέατος συνειδητοποίησαν πως η επένδυση σε σύγχρονες τεχνολογίες αποθήκευσης και κοπής κρεάτων και η αναδιοργάνωση της γραμμής παραγωγής με εργατικά χέρια χαμηλού κόστους τις καθιστούσε πιο αποτελεσματικές, με αρκετά περιθώρια καινοτομίας. Έτσι, οι επενδύσεις αρκετών μονάδων παραγωγής σε σύγχρονο εξοπλισμό είχαν ως αποτέλεσμα την αντικατάσταση της ανθρώπινης παρουσίας από μηχανές, οδηγώντας, προς τα τέλη της δεκαετίας του ’80, σε άλλα μεγέθη παραγωγής. Κάτι που εξακολουθεί ως τις μέρες μας.