Ο Δήμος Καλαμάτας ενέκρινε τη σύναψη Προγραμματικής Σύμβασης Πολιτισμικής Ανάπτυξης με το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, την Περιφέρεια Πελοποννήσου, και την Κοινωφελής Επιχείρηση του Δήμου «ΦΑΡΙΣ» για τη συνέχιση των αρχαιολογικών ερευνών στην Αρχαία Θουρία Μεσσηνίας, συνολικού προϋπολογισμού 90.000 ευρώ, για χρονικό διάστημα 3 ετών.
Η αρχαία Θουρία υπήρξε η μεγαλύτερη πόλη της Μεσσηνίας, πριν από την ίδρυση της αρχαίας Μεσσήνης (369 π.Χ.).
Η πόλη αναπτύσσεται σε επίμηκες ύψωμα, το οποίο βρίσκεται στα ανατολικά της παλιάς Ε.Ο Καλαμάτας – Τριπόλεως σε απόσταση περίπου 10 χλμ. βορειοδυτικά της Καλαμάτας.
Η κατοίκηση της θέσης ανάγεται ήδη στην 3η χιλιετία π.Χ., ενώ στους μυκηναϊκούς χρόνους ανέπτυξε λαμπρό πολιτισμό, όπως μαρτυρούν οι θαλαμωτοί μυκηναϊκοί τάφοι και ο ηγεμονικός θολωτός τάφος, που έφεραν στο φως οι ανασκαφές. Η περιοχή συνέχισε να κατοικείται σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας φθάνοντας στην ύψιστη ακμή της κατά τους κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους, κατέχοντας μια μεγάλη γεωγραφική έκταση που εξαπλωνόταν από την θάλασσα («Θουριάτης» κόλπος, κατά την αρχαιότητα) έως τα όρια της αρχαίας Μεσσήνης στα δυτικά και της Μεγαλόπολης στα βόρεια. Στην ρωμαϊκή εποχή η πόλη μεταφέρθηκε στην πεδιάδα που απλώνεται στους δυτικούς πρόποδες του υψώματος, όπου σήμερα είναι ορατά σε μεγάλο ύψος τα ερείπια λουτρικού συγκροτήματος στη θέση «Λουτρό». Ωστόσο η κατοίκηση της πόλης συνεχίστηκε και στους μεταγενέστερους χρόνους (βυζαντινή και υστερο- βυζαντινή περίοδο) έως την εποχή της τουρκοκρατίας.
Η αρχαία Θουρία, η οποία υπήρξε περίοικος πόλη των Λακεδαιμονίων, διέθετε οχυρωμένη ακρόπολη, τα τείχη της οποίας είναι ακόμη σήμερα ορατά σε μεγάλο ύψος. Ολόκληρη η έκταση που καταλάμβανε η αρχαία πόλη είναι κατάσπαρτη από αρχαίο οικοδομικό υλικό (κίονες, επιστύλια, κιονόκρανα, ορθοστάτες κλπ), που προέρχεται από μεγάλα δημόσια οικοδομήματα και ναούς, δεξαμενές ύδατος και ερείπια αρχαίων κτιρίων, που μαρτυρούν την ύπαρξη στην αρχαιότητα, μιας ισχυρής και πλούσιας πόλης, με σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Μεσσηνίας.
Η αρχαία πόλη ουδέποτε ανασκάφηκε συστηματικά κατά το παρελθόν. Οι πρώτες συστηματικές ανασκαφικές έρευνες άρχισαν το 2009 υπό την αιγίδα της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας με τη διεύθυνση της Δρος Ξένης Αραπογιάννη και συνεχίζονται έως σήμερα. Τα αποτελέσματα των ανασκαφών υπήρξαν εξαιρετικά σημαντικά εφόσον έφεραν στο φως σπουδαίες αρχαιολογικές ανακαλύψεις για την αρχαία Θουρία.
Στην περιοχή της Αίπειας αποκαλύφθηκε το Ασκληπιείο της Θουρίας, για το οποίο δεν υπήρχε καμία μαρτυρία από αρχαίους περιηγητές ούτε από σύγχρονους εξερευνητές. Το Ασκληπιείο, βρίσκεται εκτός των αρχαίων τειχών και αναπτύσσεται σε τεχνητό άνδηρο που το συγκρατούν δύο ισχυροί αναλημματικοί τοίχοι. Στο κέντρο του τεμένους βρίσκεται ο δωρικός ναός αφιερωμένος στον Ασκληπιό και την Υγεία μπροστά στον οποίο αποκαλύφθηκαν οι βωμοί όπου τελούνταν οι θυσίες προς τιμήν του θεού. Ο ναός περιβάλλεται από τις δυο πλευρές του με ιωνική στοά πίσω από την οποία βρίσκεται το κτίριο του εγκοιμητηρίου, όπου φιλοξενούνταν οι ασθενείς που κατέφευγαν στο Ασκληπιείο για να θεραπευτούν. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών ( κεραμική, ειδώλια, ιατρικά εργαλεία κλπ) καθώς και το σημαντικό επιγραφικό υλικό έχουν δώσει πολύτιμες πληροφορίες για τη λειτουργία του ιερού καθώς και για τη δημόσια ζωή της αρχαίας πόλης.
Το ιερό του Ασκληπιού στη Θουρία λειτούργησε από τα τέλη του 4ου αι. έως τον 1ο αι. π.Χ. Στο πλαίσιο των ανασκαφικών ερευνών που πραγματοποιήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα 2009-2020 στην περιοχή όπου εξαπλώνεται η αρχαία πόλη, ήλθαν επίσης στο φως τα θεμέλια μεγάλων δημόσιων οικοδομημάτων, λείψανα κατοικιών, φρέατα ύδατος και αρχαίοι τάφοι. Το έτος 2016, κατά τη διενέργεια δοκιμαστικών ανασκαφικών τομών εντοπίστηκε στη θέση «Ελληνικά» στην καρδιά της αρχαίας πόλης, το αρχαίο θέατρο της Θουρίας που χρονολογείται στους ελληνιστικούς χρόνους.
Η συστηματική ανασκαφή, που διενεργήθηκε κατά τα έτη 2016 – 2020 και συνεχίζεται έως σήμερα, έφερε στο φως ολόκληρη την περιφέρεια της ορχήστρας του θεάτρου διαμέτρου 16,30 μ., με τον αποχετευτικό αγωγό που την περιβάλλει, καθώς και το φρέαρ στο οποίο διοχετεύονταν τα όμβρια ύδατα. Επίσης, αποκαλύφθηκε η πρώτη σειρά των εδωλίων στη θέση τους, καθώς και το κατώτερο τμήμα του κοίλου. Εντυπωσιακό είναι το βόρειο ανάλημμα του θεάτρου, που αποκαλύφθηκε σε μήκος: 13μ. περίπου και ύψος: 3,50 μ., ενώ ο τοίχος της βόρειας παρόδου έχει μήκος: 18,40 μ. και σωζόμενο ύψος: 2,35 μ.
Αντίστοιχα, ήλθε στο φως και η νότια πάροδος του θεάτρου καθώς και η σκηνή με την σκηνοθήκη (22,50 Χ 8,70μ.), με σωζόμενες τις λίθινες αύλακες (μήκους 50 μ.) για την κίνηση της ξύλινης σκηνής («πήγμα»). Οι λίθινες αύλακες αποτελούν σπανιότατο στοιχείο των αρχαίων θεάτρων και απαντούν μόνο στο θέατρο της Μεσσήνης, της Μεγαλόπολης και της Σπάρτης.
Η μελλοντική ανασκαφή προβλέπεται να αποκαλύψει ολόκληρο το κοίλο, την έκταση βορείως της σκηνοθήκης και δυτικά της σκηνής, καθώς και την περιοχή νοτίως του κοίλου, όπου η έρευνα έχει φέρει στο φως τα ερείπια μνημειωδών οικοδομημάτων, που προφανώς σχετίζονται άμεσα με τη λειτουργία του αρχαίου θεάτρου.
Ωστόσο, το σημαντικότερο εγχείρημα είναι η ανασκαφή του κοίλου του θεάτρου, η οποία προβλέπεται εξαιρετικά επίπονη και χρονοβόρα, λόγω της μεγάλης έκτασης την οποία αυτό καταλαμβάνει, αλλά και των δυσχερών ανασκαφικών συνθηκών από τεχνικής πλευράς.
Κατά τις ανασκαφές έχει έλθει στο φως ένας τεράστιος όγκος λίθινου δομικού υλικού του αρχαίου θεάτρου, είτε ακέραιο είτε αποσπασματικά σωζόμενο, το οποίο πρέπει να συντηρηθεί, να συγκολληθεί, να ταυτιστεί και να τεκμηριωθεί, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στην μελλοντική αναστήλωση του μνημείου. Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα, η ανασκαφή του αρχαίου θεάτρου πρόκειται να διαρκέσει τουλάχιστον μια τριετία ακόμη, δεδομένου ότι η ετήσια ανασκαφική περίοδος διαρκεί μόνο 2 μήνες.
Μετά το τέλος της ανασκαφής θα ακολουθήσει η συντήρηση και στερέωση του δομικού υλικού του μνημείου, καθώς και η εκπόνηση μελέτης αποκατάστασης και αναστήλωσης του θεάτρου, ώστε να ακολουθήσει η αναστήλωση και αξιοποίηση του μνημείου και η απόδοσή του στο κοινό.
Το αρχαίο θέατρο της Θουρίας, το οποίο ήταν παντελώς άγνωστο έως σήμερα, προστίθεται πλέον στον κατάλογο των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που υπήρξαν και εξακολουθούν να θεωρούνται ως μνημεία τεράστιας πολιτιστικής αξίας τόσο από άποψη επιστημονικού ενδιαφέροντος, όσο και εξαιτίας του ρόλου τους στην πνευματική, κοινωνική και δημόσια ζωή των ανθρώπων από την αρχαιότητα έως τις μέρες μας.
Η ολοκλήρωση της ανασκαφής και η αξιοποίηση του αρχαίου θεάτρου θα συμβάλλει ουσιαστικά στην οικονομική ανάπτυξη της περιοχής, δεδομένου ότι θα αποτελέσει σημαντικό πόλο έλξης επισκεπτών και έναν νέο τουριστικό προορισμό στη Μεσσηνία, που θα αναβαθμίσει ποιοτικά τη ζωή των κατοίκων.