Στις αρχές της κρίσης του κορωνοϊού οι διεθνείς αναλυτές προέβλεπαν ότι οι επιπτώσεις θα είναι πρόσκαιρες για τα ξενοδοχεία και μόλις επαναλειτουργήσουν θα ακολουθήσει ταχεία ανάπτυξη και σύντομα –σύμφωνα με τις τότε εκτιμήσεις τους- θα επέστρεφαν στα οικονομικά αποτελέσματα που υπήρχαν προ κρίσης. Στην πορεία των μηνών που πέρασαν με την πανδημία και το lockdown να εξαπλώνονται σε όλο τον πλανήτη, αποδείχθηκε πως οι παραπάνω εκτιμήσεις ήταν μάλλον υπεραισιόδοξες.
Σήμερα πλέον οι περισσότεροι διεθνείς αναλυτές που ασχολούνται με τα ταξίδια και τον τουρισμό μιλούν για βραδεία ανάρρωση και εκτιμούν ότι θα χρειαστεί να περάσουν έως και τρία χρόνια για να επιστρέψουν τα ξενοδοχεία στην κανονικότητα, ή διαφορετικά στην κερδοφορία του 2019. Η οποία κερδοφορία του 2019, ας μην το ξεχνάμε, σε αρκετές περιπτώσεις ψαλιδίστηκε από την κατάρρευση της Thomas Cook.
Το σημείο που εστιάζουν είναι οι διάφορες μεταβλητές που ενδεχομένως θα επηρεάσουν την ταξιδιωτική κίνηση βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, μετά το παγκόσμιο σοκ που προκάλεσε ο κορωνοϊός. Όπως τονίζεται χαρακτηριστικά το θέμα δεν έχει να κάνει πια με τις ταξιδιωτικές τάσεις και τις επιθυμίες διαμονής και φιλοξενίας. Είναι περισσότερο θέμα ψυχολογίας και κοινωνιολογίας. Για κάποιους ακόμη και η πρόβλεψη για ανάκαμψη σε βάθος τριετίας θεωρείται επισφαλής και κάνουν λόγο για πενταετία.
Είναι πολύ πιθανό, όμως, όπως οι πρώτες εκτιμήσεις ήταν υπεραισιόδοξες, έτσι και αυτές τώρα να είναι υπεραπαισιόδοξες. Η Κίνα βίωσε πρώτη τις συνέπειες της πανδημίας. Εκεί έκλεισαν τα πρώτα ξενοδοχεία και σταματήσουν να πετούν οι αεροπορικές εταιρείες. Σήμερα που έχει περάσει ένα χρονικό διάστημα από την λήξη της καραντίνας υπάρχουν ξενοδοχεία στην Κίνα παρουσίασαν πληρότητες πάνω από 95% την Πρωτομαγιά.
Ακόμη και στις ΗΠΑ υπήρξαν θέρετρα στις ακτές που μέσω του οδικού τουρισμού τα ξενοδοχεία είχαν πληρότητες πάνω από 50%. Δεδομένου, όμως, ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες ο όλος χειρισμός της πανδημίας είχε και έχει αρκετά παράδοξα και όχι μόνο από την πλευρά της κυβέρνησης, η εικόνα που παρουσιάζεται δεν θεωρείται αξιόπιστη, ώστε να εξαχθούν συμπεράσματα για το διεθνές γίγνεσθαι στον τουρισμό.
Η ελληνική κυβέρνηση έχει εκφράσει εκτιμήσεις για τουρισμό φέτος γύρω στο 40% σε σχέση με πέρυσι και φαίνεται πως αυτό είναι το ποσοστό με το οποίο πορεύονται λιγότερο ή περισσότερο σχεδόν όλες οι τουριστικές αγορές σε Ευρώπη και Αμερική. Ο βασικός προβληματισμός δεν είναι η άρση των περιοριστικών μέτρων, αλλά το αν και πότε θα αισθανθούν ασφαλείς οι άνθρωποι για να ταξιδέψουν. Τα αυστηρά μέτρα που έχουν ανακοινωθεί για τις αερομεταφορές, όπου από το αεροδρόμιο αναχώρησης, στην πτήση και μέχρι την έξοδο από το αεροδρόμιο άφιξης οι επιβάτες πρέπει να είναι με μάσκα, οι υπεύθυνες δηλώσεις που ζητούν κάποιες εταιρείες, οι θερμομετρήσεις, όλα αυτά δεν είναι καθόλου δελεαστικά για να ξεκινήσει κάποιος να ταξιδέψει.
Για το λόγο αυτό σε πρώτη φάση η μεγαλύτερη κινητικότητα αναμένεται από τον οδικό και τον εσωτερικό τουρισμό. Επίσης διαβαθμισμένη αναμένεται να είναι η ανάκαμψη και στις κατηγορίες των ξενοδοχείων. Οι πολυτελείς δομές φιλοξενίας ίσως χρειαστούν περισσότερο χρόνο για να επιστρέψουν σε υψηλή κερδοφορία, σε αντίθεση με τα μεσαίας κλίμακας ξενοδοχεία που εκτιμάται ότι θα ανακάμψουν ταχύτερα.