Η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) στην πρόσφατη Ενδιάμεση Έκθεση για την Νομισματική Πολιτική συμπεριέλαβε το κεφάλαιο «Εξελίξεις και Προοπτικές στον Εισερχόμενο Τουρισμό (2010-2019)», όπου αναδεικνύονται τα ποσοτικά και ποιοτικά μεγέθη της τουριστικής βιομηχανίας για την δεκαετία που πέρασε και οι προοπτικές που υπάρχουν για την περαιτέρω ανάπτυξη του τουριστικού κλάδου στην χώρα μας.
Στην έκθεση της ΤτΕ τονίζεται ότι ο τουρισμός αποτελεί τον πλέον σημαντικό και συγχρόνως τον πλέον δυναμικό κλάδο της ελληνικής οικονομίας. Η τουριστική δραστηριότητα στηρίζει διαχρονικά την ελληνική οικονομία μέσω της άμεσης συμβολής της στην αναπτυξιακή προοπτική της χώρας, ενισχύοντας την απασχόληση και συμβάλλοντας στην αντιμετώπιση του εξωτερικού ελλείμματος. Επιπλέον, ασκεί σημαντική επίδραση και σε άλλους τομείς της οικονομίας (καταλύματα, εστιατόρια, μεταφορές, κατασκευές).
Το ΤτΕ έρχεται να επιβεβαιώσει και τις αναλύσεις του ΙΝΣΕΤΕ, καθώς τονίζει πως κατά την περίοδο της πρόσφατης κρίσης, η σχετικά γρήγορη ανάκαμψη του τομέα συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στο μετριασμό των συνεπειών της, καθώς αποτέλεσε βασικό παράγοντα συγκράτησης της αύξησης της ανεργίας. Η συμβολή των ταξιδιωτικών εισπράξεων στο ΑΕΠ της Ελλάδος βαίνει αυξανόμενη την τελευταία δεκαετία, φθάνοντας από 4,3% το 2010 σε 8,7% το 2018, όταν το αντίστοιχο ποσοστό για τις χώρες της ευρωζώνης για το 2018 είναι 2,5%. Επίσης, ο τουριστικός τομέας αποτελεί τον κυριότερο πόλο προσέλκυσης επενδύσεων.
Οι αφίξεις και τα έσοδα
Σύμφωνα με τα στοιχεία που συνέλεξε και μελέτησε η ΤτΕ, οι αφίξεις από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) αποτελούν το 65% του συνόλου, με το 37% να προέρχεται από τη ζώνη του ευρώ, ενώ η κατανομή των εισπράξεων παρουσιάζει ανάλογη εικόνα: το 68% προέρχεται από τις χώρες της ΕΕ, με το 44% των συνολικών εισπράξεων να προέρχεται από χώρες της ζώνης του ευρώ. Από το 2010 μέχρι το 2018 παρατηρείται ραγδαία αύξηση των ταξιδιωτικών αφίξεων και εισπράξεων, ενώ η ανοδική τάση συνεχίζεται και το 2019. Στο διάστημα αυτό, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις αυξήθηκαν σωρευτικά κατά 67,4% και οι διανυκτερεύσεις κατά 64,6%, ενώ οι αφίξεις αυξήθηκαν κατά 120%. Την πρόσφατη περίοδο 2016-2018, στις έξι κυριότερες χώρες προέλευσης ταξιδιωτών, δηλαδή Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ και Ρωσία, αντιστοιχούν το 36,4% των αφίξεων και το 51,5% των εισπράξεων. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει ότι, ενώ έγινε άνοιγμα σε νέες αγορές, δεν άλλαξε σημαντικά η διάρθρωση.
Όσον αφορά τις αφίξεις τουριστών, στην Ελλάδα εμφανίζεται έντονη εποχικότητα, με το 85,4% των αφίξεων κατά την επισκοπούμενη περίοδο 2010-2018 να καταγράφεται το β’και γ’τρίμηνο(“τουριστική σεζόν”), ενώ τα αντίστοιχα μεγέθη για το α’και δ’τρίμηνο της ίδιας περιόδου ήταν 3,9% και 10,7% αντίστοιχα.
Οι περιφέρειες
Η κατανομή των εισπράξεων και των επισκέψεων ανά περιφέρεια διαφέρουν μεταξύ τους λόγω της διαφορετικής μέσης δαπάνης που πραγματοποίησαν οι ανά περιφέρεια επισκέπτες. Την τριετία 2016-2018 ο κύριος όγκος των επισκέψεων και των ταξιδιωτικών εισπράξεων, συγκεντρώνεται σε πέντε περιφέρειες: Νότιο Αιγαίο, Κρήτη, Ιόνια Νησιά, Αττική και Κεντρική Μακεδονία.
Για τις τρεις νησιωτικές περιοχές (Κρήτη, Νότιο Αιγαίο και Ιόνιο) η συμμετοχή του τουρισμού στη διαμόρφωση του περιφερειακού ΑΕΠ είναι ιδιαίτερα υψηλή. Ειδικότερα, το 47,4% του ΑΕΠ των περιοχών αυτών είναι αποτέλεσμα της τουριστικής δραστηριότητας.
Παράλληλα, οι τρεις αυτές περιφέρειες εμφανίζουν υπεροχή στην προσέλκυση επισκεπτών με υψηλότερη μέση δαπάνη. Η καθιέρωση της Αθήνας μεταξύ των προορισμών για τουρισμό πόλεων (city break) ενισχύει τη δυναμική της περιφέρειας Αττικής. Οι τρεις περιφέρειες της Βορείου Ελλάδος δέχονται ως επί το πλείστον επισκέπτες προερχόμενους από τις χώρες των Βαλκανίων, οι οποίοι έχουν εύκολη πρόσβαση (οδική) αλλά χαμηλότερο διαθέσιμο εισόδημα. Κατά την τριετία 2016-2018, η μεγαλύτερη τάση αύξησης καταγράφεται στις περιφέρειες της Στερεάς Ελλάδος και της Δυτικής Ελλάδος.
Μερίδιο της Ελλάδος στην αγορά της Μεσογείου
Η Ελλάδα κατέλαβε την 4η θέση μεταξύ του συνόλου των 11 χωρών που απαρτίζουν την αγορά της Μεσογείου. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι το μερίδιο αγοράς της Ελλάδος στο σύνολο του παγκόσμιου τουρισμού ακολουθούσε αυξητική πορεία καθ’ όλη την τελευταία δεκαετία τόσο στις αφίξεις, από 7,7% το 2010 σε 11% το 2018, όσο και στις εισπράξεις, από 7,4% το 2010 σε 8,4% το 2018, παρόλο που το μερίδιο της αγοράς της Μεσογείου στο σύνολο της παγκόσμιας αγοράς παρέμεινε σταθερό ως προς τις αφίξεις, ενώ κατέγραψε πτώση ως προς τις εισπράξεις. Η τέταρτη θέση αντιστοιχεί στο 8,2% των εισπράξεων και το 9,8% των αφίξεων.
Στις τρεις πρώτες θέσεις βρίσκονται η Ισπανία, η Ιταλία και η Τουρκία, ενώ αμέσως επόμενες στην κατάταξη μετά την Ελλάδα είναι η Πορτογαλία και η Κροατία. Η Πορτογαλία, ωστόσο, καταγράφει τη μεγαλύτερη δυναμική ως προς το ρυθμό αύξησης του μεριδίου αγοράς της.
Ξενοδοχειακό δυναμικό και τιμές
Από την πλευρά της προσφοράς και όσον αφορά το ξενοδοχειακό δυναμικό της χώρας,η ΤτΕ τονίζει στην έκθεσή της ότι η βελτίωση είναι αισθητή και σε όρους όγκου και σε όρους ποιότητας. Οι θετικές προοπτικές για τον τουρισμό φαίνεται ότι οδήγησαν σε επενδύσεις για αύξηση των διαθέσιμων κλινών την περίοδο 2010-2019 και αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος με τη σημαντική αύξηση των κλινών των πολυτελών ξενοδοχείων (5 αστέρων). Το 2019 η χώρα μας διαθέτει πλέον 9.917 ξενοδοχειακές μονάδες συνολικής δυναμικότητας 430.402 δωματίων και 847.610 κλινών, με τη μέση ξενοδοχειακή μονάδα να έχει 43 δωμάτια και 86 κλίνες. Όμως, στα νησιά του Νοτίου Αιγαίου, του Ιονίου και στην Κρήτη η μέση ξενοδοχειακή μονάδα είναι μεγαλύτερης δυναμικότητας, αφού διαθέτει 54 δωμάτια και 107 κλίνες, ενώ το 78% της συνολικής δυναμικότητας των κλινών της χώρας βρίσκεται σε πέντε περιφέρειες (Νότιο Αιγαίο, Κρήτη, Ιόνια Νησιά, Κεντρική Μακεδονία και Αττική), που αποτελούν και τους κύριους προορισμούς ξένων επισκεπτών.
Την ίδια περίοδο, αν συγκριθούν οι μέσες ξενοδοχειακές τιμές με βάση τον ετήσιο εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) στις “υπηρεσίες παροχής καταλυμάτων” από το 2010 μέχρι το Νοέμβριο του 2019 μεταξύ της Ελλάδος και των κυριότερων ανταγωνιστριών χωρών (Κύπρος, Κροατία, Ιταλία, Ισπανία, Τουρκία, Πορτογαλία και Μάλτα), παρατηρείται ότι, μετά την Τουρκία, τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος διατηρούν τις ξενοδοχειακές τιμές σε σχετικά χαμηλό επίπεδο. Αυτό συμβαδίζει και με τη βελτίωση της θέσης της Ελλάδος παγκοσμίως ως προς την ανταγωνιστικότητα των τιμών της τουριστικής βιομηχανίας. Στην Ελλάδα δε οι τιμές στα ξενοδοχειακά καταλύματα δεν ξεπερνούν τις αντίστοιχες του 2010. Πιο συγκεκριμένα, στα πρώτα χρόνια της κρίσης παρατηρείται πτώση των τιμών, η οποία φαίνεται ότι κατέστησε το συγκεκριμένο προϊόν πιο ελκυστικό. Τα τελευταία χρόνια όμως παρατηρείται σταδιακά αύξηση των τιμών, για την οποία κυριότεροι παράγοντες είναι ο φόρος διαμονής που επιβλήθηκε στον κλάδο από 1.1.2018, αλλά και η ποιοτική αναβάθμιση που συντελέστηκε με την αύξηση των πολυτελών ξενοδοχειακών κλινών.
Συμπεράσματα–προτάσεις πολιτικής
Η έκθεση της ΤτΕ καταλήγει ότι ο τουρισμός διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο στην αναπτυξιακή προσπάθεια της ελληνικής οικονομίας. Επομένως, η περαιτέρω ενίσχυσή του αποτελεί μονόδρομο.
Αυτό προϋποθέτει υιοθέτηση δράσεων με στόχο την επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου, την ανάληψη επενδυτικών πρωτοβουλιών για την ποιοτική αναβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών και τη διαφοροποίηση του τουριστικού προϊόντος πέρα από το παραδοσιακό μοντέλο “ήλιος και θάλασσα” με επέκταση και σε άλλες μορφές (π.χ. συνεδριακός, ιαματικός, θρησκευτικός, γαστρονομικός τουρισμός κ.ά.), μέσω των οποίων θα μπορούσαν να αναδειχθούν και άλλες περιφέρειες προσελκύοντας επισκέπτες.
Αν και οι χώρες προέλευσης επισκεπτών διευρύνθηκαν πέραν των κύριων αγορών την τελευταία δεκαετία, τα έσοδα από τις νέες αγορές, πέραν των παραδοσιακών, κινούνται σε σχετικά χαμηλά επίπεδα κατά μέσο όρο. Αυτό σημαίνει ότι απαιτούνται δράσεις αναφορικά με τις συγκεκριμένες χώρες.
Τέλος, ως αποτέλεσμα των παραπάνω, το μερίδιο αγοράς της Ελλάδος στην αγορά της Μεσογείου δύναται να αυξηθεί περαιτέρω, ενισχύοντας την ισόρροπη περιφερειακή ανάπτυξη και τις προοπτικές δημιουργίας νέων θέσεων απασχόλησης.