Του Παναγιώτη Μαρκέτου
«Άξιζε, τελικά, τον κόπο;». Η αλήθεια είναι πως όταν ήχησε για πρώτη φορά στα αυτιά μου, θεωρούσα πως κάποιος προσπαθούσε να «σκαρώσει» μια πλάκα. Δευτερευόντως, πέρασε απ’ το μυαλό μου πως δεν αποτελούσε ερώτημα, αλλά ως καταφατική διαπίστωση («Άξιζε τελικά τον κόπο»). Ωστόσο, όταν έγινα κοινωνός του μια, και δυο και πολλαπλές φορές, ακόμη και από τα χείλη αρχηγών πολιτικών κομμάτων στην Βουλή, τότε διαπίστωσα πως τμήμα των συμπατριωτών μας πάσχει από παντελή άγνοια των ισχυόντων δεδομένων, ρεαλισμού και των εν γένει πραγματικών διαστάσεων σε επίπεδο οικονομίας και επιχειρείν.
Κατ’ αρχήν, τα 3, 4, 5 ή περισσότερα δισεκατομμύρια ευρώ είναι σίγουρα καλύτερα από το μηδέν, το κανένα ευρώ ή ακόμη και από την παύση λειτουργίας σε επίπεδο σεζόν. Για να μην συζητήσουμε εις το διηνεκές. Πρόκειται αν μη τι άλλο για μια ασθενική μεν, υπαρκτή δε «καύσιμη» ύλη που θα διαχυθεί στην αγορά. Επίσης, αρκετό προσωπικό εργάστηκε στις επιμέρους τουριστικές επιχειρήσεις και αυτοί με την σειρά τους, σίγουρα δεν πλούτισαν, αλλά δεν πείνασαν ταυτόχρονα. Ξέρετε, στην κατάσταση που βρίσκονται τα δημόσια οικονομικά μας και το τελευταίο σεντ, μετρά.
Ορισμένοι προορισμοί πήγαν καλύτερα από κάποιους άλλους, κάποια ξενοδοχεία δούλεψαν αποδοτικότερα έναντι των ανταγωνιστών τους, άλλοι αντιμετώπισαν ζητήματα που σχετίζονταν περισσότερο με το περίφημο perception παρά οτιδήποτε άλλο και γενικότερα όλοι κλήθηκαν να κινηθούν σε ένα πρωτόγνωρο περιβάλλον.
Υπό αυτό το πρίσμα, η σύγκριση με πέρυσι (συμπτωματικά, η καλύτερη τουριστική περίοδος των –πολλών- τελευταίων ετών) ή πρόπερσι, είναι εντελώς άστοχη, ενώ παράλληλα οδηγεί σε λανθασμένα δεδομένα και επίπλαστες εκτιμήσεις.
Έχω την αίσθηση πως η φετινή, πανδημική σεζόν θα πρέπει να αναδείξει έναν καινούριο δείκτη μέσω του οποίου θα καταγράφονται τα πάσης φύσεως δεδομένα (λ.χ. κύκλος εργασιών, λειτουργικά έξοδα, κέρδη ή ζημιές, πλήθος επισκεπτών, αριθμός διανυκτερεύσεων, μέσο έσοδο ανά πελάτη κ.ο.κ.) και δεν θα επιχειρείται η αντιπαραβολή του με αντίστοιχα περυσινά δεδομένα, αλλά αντιθέτως θα χρησιμοποιηθεί ως ένα άτυπο benchmarking εργαλείο, προκειμένου κάθε επαγγελματίας να έχει μια ξεκάθαρη εικόνα της επιχείρησής του, μακριά από τα αποτελέσματα των υπερώριμων μεγεθών, απόρροια των πλέον ανθηρών εποχών του ελληνικού τουρισμού, που δύναται να τον τυφλώσουν, θέτοντάς τον σε μια κατάσταση αντικατοπτρισμού, ως άλλος απελπισμένος περιπλανώμενος στην έρημο…
Για παράδειγμα, πως είναι δυνατόν να αντιπαραβάλει κάποιος -στα σοβαρά- τις αφίξεις του φετινού Αυγούστου με τις αντίστοιχες του περυσινού, την στιγμή κατά την οποία η «δεξαμενή» από την οποία θα μπορούσαμε να αντλήσουμε σχετική πελατεία ήταν υποπολλαπλάσια περιορισμένη εν συγκρίσει με την περυσινή.
Σε αυτή την κατάσταση που βρισκόμαστε, το ζήτημα είναι να μην απωλέσαμε τουρίστες από τους δυνητικά διαθέσιμους να ταξιδέψουν. Απώλεια, υπό την έννοια ότι το ποσοστό που ενδιαφέρονταν να επισκεφτούν την πατρίδα μας ήταν συγκρίσιμο με τις πλέον ώριμες τουριστικά αγορές σε διεθνές επίπεδο και αυτοί δεν επέλεξαν κάποιον άλλο προορισμό έναντι της Ελλάδος.
Ξέρετε, η διατήρηση της… μαγιάς κρίνεται ζωτικής σημασίας για την επόμενη ημέρα, καθώς αυτομάτως εκλαμβάνεται ως μια «βάση» επάνω στην οποία «κτίζει» ένας προορισμός. Α, και η πορεία του μόνο ανοδική μπορεί να είναι.
Χώρος και χρόνος για μικροπολιτική, κοντόφθαλμη προσέγγιση, έριδες, προσωπικά μίση και πάθη δεν υφίσταται, καθώς η ερχόμενη σεζόν έχει ήδη ξεκινήσει και πλέον υπάρχει η γνώση, η εμπειρία και το benchmarking εργαλείο που προαναφέραμε προκειμένου να ολοκληρωθούν σχεδιασμοί, να επεξεργαστούν στρατηγικές, να τεθούν στόχοι και να γίνει πράξη το go-to-market.
Ζητούμενο; Το «Χ» αποτέλεσμα του 2020, πολλαπλάσιο. Εάν δε, είναι και εις την νιοστή, ακόμη καλύτερα. Συγκρινόμενο, πάντοτε, με ότι συνέβη το φετινό καλοκαίρι και όχι το προηγούμενο, παραπροηγούμενο κ.ο.κ. Εκτός κι εάν ορισμένοι θεωρούν πως στην προσπάθειά τους να κόψουν ένα δέντρο, η λύση είναι να πριονίσουν το κλαδί επάνω στο οποία και βρίσκονται καθισμένοι. Εντελώς bad idea, όσο και επικίνδυνη!