Οι δημόσιες επενδύσεις υψηλής ποιότητας, σε συνδυασμό με πραγματικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, είναι προτιμότερες από τη δημόσια κατανάλωση και τις επιδοτήσεις, ή μεταβιβάσεις, αναφέρει ο Γιώργος Βερνίκος, στις προτάσεις που κατέθεσε για την αναθεώρηση του δημοσιονομικού πλαισίου της Ε.Ε.
Τα πλήρες κείμενο του Γιώργου Βερνίκου έχει ως εξής:
“Στα Ευρωπαϊκά Όργανα διεξάγεται μια έντονη συζήτηση σε διάφορα επίπεδα για την ανάγκη αναθεώρησης του δημοσιονομικού πλαισίου. Είναι προφανές ότι υπάρχουν διάφορες προσεγγίσεις και σκοπός του συγκεκριμένου άρθρου είναι να ενημερώσει για τις απόψεις των Ευρωπαϊκών Εργοδοτικών Οργανώσεων στο συγκεκριμένο διάλογο.
Η πανδημία του COVID-19 και η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία άσκησαν και ασκούν σημαντικές πιέσεις στα δημόσια οικονομικά των ευρωπαϊκών κρατών. Το 2020, το δημόσιο έλλειμμα, τόσο της ΕΕ, όσο και της ζώνης του ευρώ, αυξήθηκε απότομα. Μετά δε από ένα αξιοσημείωτο ποσοστό οικονομικής ανάπτυξης το 2021 (5,3%), οι οικονομίες της ΕΕ αναμενόταν να αναπτυχθούν κατά μέσο όρο με ποσοστό 2,7% το 2022 και 1,5% το 2023. Με τα σημερινά όμως δεδομένα τα προαναφερόμενα ποσοστά ανάπτυξης θα περιορισθούν σημαντικά.
Στο πλαίσιο αυτό έχει ανοίξει ευρέως η συζήτηση για αναθεώρηση του δημοσιονομικού πλαισίου. Η χρηματοδότηση του δημόσιου χρέους θα οδηγήσει σε περιορισμό των δημόσιων επενδύσεων και της κατανάλωσης, Η έκταση της χρηματοδότησης θα εξαρτηθεί από τον ρυθμό ανάπτυξης και το επίπεδο των επιτοκίων.
Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΕΟΚΕ) έχει εκφράσει τις απόψεις της για το πλαίσιο δημοσιονομικής σταθερότητας της Ε.Ε., με την γνωμοδότηση πρωτοβουλίας: «Αναμόρφωση του δημοσιονομικού πλαισίου της ΕΕ για μια βιώσιμη ανάκαμψη και μια δίκαιη μετάβαση» Στη συγκεκριμένη γνωμοδότηση, μεταξύ άλλων, στηρίζεται η άποψη για ερμηνεία με μεγαλύτερη ευελιξία της «ρήτρας επενδύσεων» στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Οι δημόσιες επενδύσεις από την πλευρά τους θα πρέπει να επιτρέπεται να δημιουργούν προσωρινά αποκλίσεις από τους ισχύοντες σήμερα περιοριστικούς όρους, όπως π.χ. έλλειμμα όχι μεγαλύτερο από το 3% του ΑΕΠ.
Αξιολογείται επίσης θετικά η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να συνεχίσει να εφαρμόζει και το 2022 τη γενική ρήτρα διαφυγής και να την απενεργοποιήσει το 2023, υπό την προϋπόθεση ότι το επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας θα έχει φθάσει στο προ κρίσης επίπεδο. Τέλος, υποστηρίζεται η θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι «οι ειδικές συνθήκες/ δεδομένα κάθε ευρωπαϊκής χώρας θα πρέπει να συνεχίσουν να λαμβάνονται υπόψη και μετά την απενεργοποίηση της γενικής ρήτρας διαφυγής». Μέχρι δε να τεθεί σε ισχύ το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο δεν θα πρέπει να ενεργοποιείται η «excessive deficit procedure».
Από την πλευρά τους οι εργοδοτικοί φορείς που συμμετέχουν στην ΕΟΚΕ στηρίζουν τη θέση των κρατών-μελών της Ε.Ε., ν’ αναθεωρηθεί το υφιστάμενο δημοσιονομικό πλαίσιο. Στις θέσεις τους, όπως αυτές εκφράζονται στο σχετικό κείμενο της Εργοδοτικής Ομάδας, γίνεται μνεία για την ιδιαίτερη σημασία που έχει η διατήρηση τιμών αναφοράς, δεδομένου ότι οι σαφείς αριθμητικοί στόχοι παίζουν σημαντικό ρόλο για τη σταθερότητα του δημοσιονομικού πλαισίου. Τυχόν υποκειμενική ταξινόμηση των δαπανών θα οδηγήσει σε στρεβλώσεις και υψηλά επίπεδα χρέους και επομένως η χρήση προσωρινών κανόνων θα πρέπει να είναι αυστηρά χρονικά περιορισμένη.
Επιπρόσθετα, όπως επισημαίνεται, το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο θα πρέπει να είναι εκτελεστό, θα πρέπει να επιβάλλεται και θα πρέπει να ενθαρρύνει την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών εγκαίρως, έτσι ώστε τα ελλείμματα να μην παγιωθούν. Η χρήση της φορολογίας για την αντιμετώπιση των ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους θα πρέπει, όσο είναι δυνατόν, να αποφεύγεται, καθώς επιβαρύνονται οι επενδύσεις και δημιουργείται αβεβαιότητα και αστάθεια στο οικονομικό περιβάλλον. Στη θέση της θα πρέπει να χρησιμοποιούνται οι δημόσιες επενδύσεις και οι μεταρρυθμίσεις.
Οι δημόσιες επενδύσεις υψηλής ποιότητας, σε συνδυασμό με πραγματικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, είναι προτιμότερες από τη δημόσια κατανάλωση και τις επιδοτήσεις, ή μεταβιβάσεις. Οι δε δημόσιες επενδύσεις είναι αναγκαίο να προτεραιοποιούνται, καθώς η ανάγκη δημοσιονομικής εξυγίανσης έρχεται σε μία στιγμή που πολλές χώρες αισθάνονται την ανάγκη ν’ αυξήσουν τις δαπάνες για την άμυνα και την ασφάλεια τους”.