Τ.Α.: Πώς, λοιπόν, πρέπει να κινηθούμε στο μέλλον;
Ν.Μ.: Η εμφάνιση του κορωνοϊού έφερε στην επιφάνεια μια διαχρονική, αλλά πλημμελώς εφαρμοστέα, στρατηγική, αυτήν της διασποράς του τουριστικού πλήθους στον χώρο και στον χρόνο. Και σε αυτό, βαρύνοντα ρόλο παίζει η προσβασιμότητα, που ερμηνεύεται όχι μόνο σε δρομολόγια, αλλά και σε έργα υποδομής (αεροδρόμια, λιμάνια, υδατοδρόμια, οδικούς άξονες). Ταυτόχρονα, η παγκόσμια υγειονομική συγκυρία έδωσε και ένα νέο μήνυμα. Ανέδειξε με πιο επιτακτικό τρόπο την ανάγκη προσφυγής σε εναλλακτικές μορφές τουρισμού που, σε αυτή τη συγκυρία, εξυπηρετούν δύο στόχους: Αφενός τη διασπορά στον χώρο και στον χρόνο και αφετέρου την επαφή με τη φύση και με όσα η ίδια προσφέρει στον επισκέπτη. Μαζί δε με όλα αυτά, δεν πρέπει να ξεχνάμε τη μεγάλη ευκαιρία που παρουσιάστηκε με την πανδημία και έχει να κάνει με την τηλεργασία. Οι ψηφιακοί νομάδες είναι η ευκαιρία που ήρθε για να μείνει. Και είναι ίσως η μόνη που μπορεί να λειτουργήσει ως «φάρμακο» κατά της εποχικότητας του τομέα.
Τ.Α.: Αυτό σημαίνει και αλλαγή στρατηγικής;
Ν.Μ.: Ακριβώς. Αν θέλουμε να επικεντρωθούμε στη στρατηγική μιας περιοχής το κλειδί της επιτυχίας βρίσκεται στην ανάδειξη των στοιχείων που είναι ικανά να σταθούν ανταγωνιστικά απέναντι σε άλλες περιοχές. Με λίγα λόγια, σημασία τώρα πλέον αποτελεί η βιωματική, και όχι απλά η ψυχαγωγική, διασύνδεση του επισκέπτη με τον τόπο που επιλέγει για τις διακοπές του. Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι ζούμε σε μια εποχή όπου τα οικονομικά οφέλη από την τουριστική κίνηση αποτελούν θεμέλιο λίθο των εθνικών οικονομιών. Όχι μόνο για όσα μπορεί μια χώρα να προσποριστεί από τους ξένους τουρίστες, αλλά και όσες απώλειες εσόδων μπορεί να αποτρέψει από τους εγχώριους, αν επιλέξουν να κάνουν διακοπές στον τόπο τους. Το πώς λοιπόν θα το επιτύχουμε είναι ένα θέμα που απαιτεί αλλαγή στρατηγικής στην προσέγγιση των αγορών. Και αυτή η αλλαγή δεν μπορεί να αρκείται στα ωραία λόγια και στην παρουσίαση όμορφων τοπίων. Αν δεν υπάρξει κινητοποίηση της ζήτησης με την ενεργοποίηση των «φανατικών» κάθε είδους διακοπών, οι οποίοι, στη συνέχεια, θα ασκήσουν πιέσεις στους διακινητές, που –με τη σειρά τους– θα επηρεάσουν τις κυβερνήσεις, δεν μπορούμε να περιμένουμε ουσιαστικά αποτελέσματα. Και παράλληλα με τους «φανατικούς» κάθε εναλλακτικής μορφής τουρισμού, χρειάζεται να ενεργοποιήσουμε τις συμπάθειες με τους επαναλαμβανόμενους πελάτες, οι οποίοι –πέρα από τους ίδιους– μπορεί να επηρεάσουν και τον περίγυρό τους.
Τ.Α.: Επειδή βρισκόμαστε στην ολοκλήρωση της καθιέρωσης του λεγόμενου πράσινου διαβατηρίου, θυμάμαι ότι ήσασταν ο πρώτος σε ανύποπτο χρόνο που είχατε τότε προτείνει την υγειονομική βίζα, όπως την είχατε ονομάσει.
Ν.Μ.: Όντως στις 6 Απριλίου του 2020 κατέθεσα, τόσο στον πρωθυπουργό όσο και δημόσια, μια πρόταση όπου τόνιζα ότι έχουμε χρέος όσοι ασχολούμαστε με τον τομέα να προβληματιστούμε για την εξεύρεση κάποιας λύσης που ίσως, μαζί με τις προσευχές μας τότε για το φάρμακο και το εμβόλιο, να αποτελέσει και τη λύση που θα επαναφέρει στην ομαλότητα τη διεθνή οικονομία, όσο αυτή στηρίζεται και στα ταξίδια, επαγγελματικά και μη. Είχα επισημάνει τότε ότι ανυπομονούμε για τη στιγμή που η πανδημία θα δείξει σημεία κάμψης, ώστε να χαλαρώσουν τα περιοριστικά μέτρα και να επαναλειτουργήσει το σύστημα των μεταφορών και της φιλοξενίας με όλες μαζί τις συμπληρωματικές υπηρεσίες που θα δώσουν στην Ελλάδα το «οξυγόνο» που αυτή τη στιγμή στερείται. Ταυτόχρονα, όμως, ελλόχευε ο κίνδυνος τόσο από τη μετάδοση της ασθένειας στους τοπικούς πληθυσμούς όσο και από τον φόβο που οι ίδιοι οι επαγγελματίες και οι κάτοικοι ενός τουριστικού προορισμού θα επιδείκνυαν απέναντι στους υποτιθέμενους φιλοξενούμενους. Είχα τονίσει, επίσης, ότι δεν είναι αρμοδιότητά μου να υποδείξω λύσεις, αφού τον κυρίαρχο ρόλο τον έχουν οι ιατρικές και ερευνητικές ειδικότητες. Λαμβάνοντας όμως ως αφορμή τη συνεργασία του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού με τον αντίστοιχο οργανισμό υγείας, κατέθεσα σε κοινό προβληματισμό προς κάθε αρμόδιο στη χώρα μας να εξεταστεί το ενδεχόμενο καθιέρωσης ενός τύπου «υγειονομικής βίζας», μέχρις ότου βρεθεί το εμβόλιο και, φυσικά, το φάρμακο. Χαίρομαι που τελικά υποστηρίχθηκε από τον πρωθυπουργό και υιοθετήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς βέβαια και να σημαίνει ότι το υιοθέτησαν επειδή με άκουσαν, αλλά επειδή η ίδια η ανάγκη το επέβαλε.
Τ.Α.: Έγινε όμως έναν χρόνο αργότερα.
Ν.Μ.: Ναι, οι Ευρωπαίοι εταίροι μας, κυρίως οι μεγάλες χώρες, δεν είχαν κατά τη γνώμη μου λόγο να βιαστούν, όταν σε πολλές χώρες η αναλογία εισερχόμενου τουρισμού με τον εγχώριο είναι 50-50, σε αντίθεση με την Ελλάδα που είναι 90-10. Ήθελαν, επομένως, να κρατήσουν τους πολίτες τους στις χώρες τους για την ενίσχυση των οικονομιών τους, πράγμα που είχαν κάνει και στην εμφάνιση της οικονομικής κρίσης το 2008.
Τουριστική προβολή στην εποχή της πανδημίας
Τ.Α.: Ασχολείστε με την τουριστική προβολή νησιωτικών και όχι μόνο προορισμών. Τι αλλάζει στην εποχή μιας πανδημίας;
Ν.Μ.: Δουλειά μας είναι να προετοιμάσουμε και να αναδείξουμε κάθε προορισμό με τον οποίο συνεργαζόμαστε. Αυτό απαιτεί γνώση των τάσεων και, όπως έχω πει, να μπορούμε να απαντήσουμε στα ερωτήματα της εποχής, όποια και αν είναι αυτή. Στην εποχή της πανδημίας, για παράδειγμα, έπρεπε να διαχειριστούμε την προβολή με επικοινωνιακούς όρους. Εννοώ να μπορέσουμε να αναδείξουμε την ασφάλεια που προσφέρει στον επισκέπτη κάθε προορισμός.
Χαρακτηριστικά σας αναφέρω την κάλυψη σε παγκόσμια κλίμακα της εμβολιαστικής διαδικασίας στην Ελαφόνησο από το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων και το μεγάλο αφιέρωμα της RAI για την ασφάλεια σε Πάρο και Σαντορίνη. Και όλα αυτά, με τον συνδυασμό των συνθηκών που επικρατούν στις αγορές αποστολής τουριστών. Έτσι, οργανώσαμε έγκαιρα διαδικτυακές επαφές με επαγγελματίες από το Ισραήλ λίγο πριν τη συμφωνία με την Ελλάδα, αναπτύξαμε και οργανώσαμε επαφές με ταξιδιωτικά γραφεία της Βρετανίας που διακινούν άτομα ηλικίας άνω των 50 ετών, αφού εκείνοι θα ήταν οι πρώτοι που θα ταξίδευαν λόγω εμβολίου, και πολλά άλλα.