Νότης Μαρτάκης. Μικρότερη εξάρτηση από τους tour operators, καλύτερη διασπορά των ταξιδιών στον χρόνο και τον χώρο, ανάπτυξη των ειδικών μορφών τουρισμού, νέα target groups ταξιδιωτών, όπως οι digital nomads, είναι μερικές από τις τάσεις που αναδεικνύονται στο νέο διεθνές τοπίο του τουρισμού. Τάσεις που καλούνται επιχειρήσεις και προορισμοί να προσαρμόσουν στα νέα δεδομένα, τις υπηρεσίες, την εικόνα και το μάρκετίνγκ τους.
Οι νέες ανάγκες και όχι η προσφορά δημιουργούν το νέο τοπίο στον τουρισμό.
O Νότης Μαρτάκης «κουβαλάει στις πλάτες» του τέσσερις και πλέον δεκαετίες εμπειρίας στον τουρισμό. Έχει σχεδιάσει και υλοποιήσει προγράμματα τουριστικού μάρκετινγκ και επικοινωνίας ως σύμβουλος για πολλούς προορισμούς στη Ελλάδα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται κάποια από τα πλέον διάσημα παγκοσμίως νησιά μας, αλλά και σχετικά άγνωστοι προορισμοί. Κάποιοι τον αποκάλεσαν «γκουρού» του τουρισμού. Φυσικά δεν πιστεύουμε ότι διαθέτει μαντικές ικανότητες, αλλά σίγουρα μπορεί να διακρίνει. Ζητήσαμε λοιπόν τη γνώμη του για τις νέες τάσεις, τα προβλήματα, τις προοπτικές αλλά και τις ευκαιρίες του τουρισμού, και να τι μας απάντησε:
Τουριστική Αγορά: Ασχολείστε πολλά χρόνια με τη διαχείριση τουριστικών προορισμών. Ποιο είναι το βασικό στοιχείο που πρέπει κάθε τουριστικός τόπος να λαμβάνει υπόψη;
Νότης Μαρτάκης: Πρώτα από όλα να ευχηθώ στην «Τουριστική Αγορά» καλό νέο ταξίδι. Και λέω νέο, γιατί η ιστορία της είναι, παρά τα χρόνια που πέρασαν, νωπή ακόμα στη μνήμη μας. Σε ό,τι αφορά το ερώτημά σας: η επαγγελματική συνέπεια στη διαχείριση ενός τουριστικού προορισμού επιβάλλει να μην περιορίζεται ο προορισμός στα μέχρι σήμερα στερεότυπα στον τομέα του μάρκετινγκ και της προβολής, αλλά να λαμβάνει μέριμνα για τη συνολική διαχείριση σε επίπεδο και της τουριστικής ανάπτυξης, αλλά κυρίως να προσαρμόζεται σε όσα η αγορά ζητάει και όχι να επιβάλλει στις αγορές αυτό που ο ίδιος διαθέτει.
Τ.Α.: Στην εποχή Covid τι σημαίνει αυτό;
Ν.Μ.: Σημαίνει ότι μια στρατηγική οφείλει να λάβει υπόψη όσα οι έρευνες υποδεικνύουν ως προς τις διαμορφούμενες τάσεις αλλά και όσα ο ίδιος ο προορισμός μπορεί να προσφέρει ανταποκρινόμενος σε εκείνα που οι αγορές αναζητούν, πέρα και πάνω από τις κλασικές αναζητήσεις που προϋπήρχαν του Covid-19.
Τ.Α.: Υπάρχουν ουσιώδεις διαφοροποιήσεις;
Ν.Μ.: Αν δούμε τα δεδομένα που ίσχυαν πριν την πανδημία για να τα συνδυάσουμε και με όσα προκλήθηκαν μετά την εμφάνισή της, θα διαπιστώσουμε μια βασική μεταστροφή από τον μαζικό χαρακτήρα του τουρισμού στον επιλεκτικό. Αυτό σηματοδότησε τη σταδιακή ανεξαρτοποίηση του τουρίστα από τον ΤΟ, πράγμα στο οποίο διευκόλυνε το δια- δίκτυο. Αν μιλάμε λοιπόν για το «push-and-pull tactic», ο συσχετισμός έχει διαφοροποιηθεί, αφού δεν ισχύει απόλυτα ότι ο επηρεασμός του ταξιδιώτη ξεκινάει από τον ταξιδιωτικό πράκτορα και μάλλον τείνει να αντιστραφεί.
Τ.Α.: Τι συνέβη τώρα στην εποχή που ζούμε, την εποχή του Covid;
Ν.Μ.: Ενώ την πρωτοκαθεδρία κάθε προσπάθειας προσέγγισης των αγορών είχε ο προορισμός, αφού όντως παρέμενε στην πρώτη γραμμή της επιλογής ενός επισκέπτη, με το κατάλυμα και τις άλλες παροχές να ακολουθούν, η ανάγκη δημιουργίας κλίματος εμπιστοσύνης και ασφάλειας έφερε μπροστά τον επαγγελματία που μπορεί να μιλήσει επώνυμα με τον παραδοσιακό του πελάτη και να τον πείσει με πιο αποτελεσματικό τρόπο, σε αντίθεση με τον προορισμό που αναγκαστικά μιλάει απρόσωπα και απευθύνεται στη μάζα και όχι σε συγκεκριμένα πρόσωπα.
Τ.Α.: Έχετε επανειλημμένα ταχθεί υπέρ της επικράτησης, κατά κάποιο τρόπο, του δίπτυχου «ποιότητα και ασφάλεια» έναντι του «ήλιος και θάλασσα».
Ν.Μ.: Όντως αυτό είναι πλέον το προνομιακό πεδίο για την Ελλάδα, σε αντίθεση με το «ήλιος και θάλασσα» που μπορούν να πουλάνε και άλλοι – και μάλιστα φθηνότερα. Η ποιότητα αποτελεί τη συνισταμένη τιμής και αξίας, ενώ η ασφάλεια, της πρόσβασης και της διαμονής. Και τα δύο περνάνε από ένα κοινό φίλτρο, αυτό της ενσυναίσθησης, και εδώ το βάρος πέφτει στον κάθε επαγγελματία.
Τ.Α.: Πιστεύετε ότι η πανδημία άλλαξε το προφίλ του ταξιδιώτη;
Ν.Μ.: Είναι σαφές ότι το ταξίδι των διακοπών διαχρονικά δεν αποτελούσε πολυτέλεια, αλλά ανάγκη. Μια ανάγκη όμως που πήρε διαφορετικά χαρακτηριστικά. Το θέμα, λοιπόν, είναι πώς σήμερα, στην εποχή της πανδημίας, μπορούμε να καλύψουμε αυτή την ανάγκη; Πώς δεν θα αφήσουμε τη λαχτάρα για το ταξίδι να σφηνώσει στη νοσταλγία επειδή «σκόνταψε» στον δισταγμό από τον φόβο; Πώς ο φόβος πρέπει να μείνει στα όρια μιας προσεκτικής συμπεριφοράς και να μη μετατραπεί σε φοβία που αποτελεί εμμονή; Πόσο σοβαρά πρέπει να λάβουμε υπόψη τα ψυχολογικά σύνδρομα της αγοραφοβίας και της ιδρυματοποίησης; Μένει όλα αυτά να απαντηθούν αν θέλουμε να προσεγγίσουμε το πρόβλημα και να βρούμε τη λύση του. Αν μπορούσαμε να δώσουμε ένα σύνθημα για την εποχή, θα λέγαμε ότι ο σύγχρονος ταξιδιώτης δεν λέει πλέον «ζω για να μπορώ να ταξιδεύω», αλλά «ταξιδεύω για να μπορώ να ζω».