Ενίσχυση κερδοφορίας, επενδύσεις 23,6 εκατ. ευρώ με ορίζοντα πενταετίας και επέκταση στο εξωτερικό, με διείσδυση σε νέες αγορές και κανάλια διανομής, αποτελούν στρατηγικούς στόχους για τη Μεβγάλ, που αντιμετώπισε προκλήσεις εν μέσω πανδημίας, χάνοντας έδαφος στην αγορά του γάλακτος, αν και κέρδισε μερίδια στο γιαούρτι.
Στη νέα εποχή που εγκαινίασε, μετά την υποδοχή στο μετοχικό της κεφάλαιο νέου μετόχου, του Σπύρου Θεοδωρόπουλου, με ποσοστό 21,6%, σχεδιάζει νέες επενδύσεις. Στοχεύει στην τεχνολογία και στην καινοτομία και μέσα στην επόμενη πενταετία δρομολογεί επενδύσεις στις παραγωγικές εγκαταστάσεις γάλακτος, γιαουρτιού και τυροκομικών.
Πέραν της αύξησης της παραγωγικότητας, οι επενδύσεις στοχεύουν επίσης στη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος του ομίλου και γενικότερα στην προστασία του περιβάλλοντος. Αυτό άλλωστε τόνισε μεταξύ άλλων και η Μαίρη Χατζάκου, πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Μεβγάλ, η οποία μαζί με άλλα στελέχη της εταιρείας και τοπικούς φορείς υποδέχθηκαν τη Δευτέρα (13/9) στην εταιρεία επιτελείο του ΥπΑΑΤ, με επικεφαλής τον υφυπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Στύλιο Γεωργίου.
Τα κυβερνητικά στελέχη ξεναγήθηκαν στην οικογενειακή εταιρεία, 100% ελληνικών συμφερόντων, που ιδρύθηκε από τον Κωνσταντίνο Χατζάκο το 1950, με έδρα στην περιοχή Κουφάλια, δίπλα στα μακεδονικά βοσκοτόπια, όπου παράγεται το 67% του αγελαδινού γάλακτος στη χώρα μας. Η εταιρεία συνεργάζεται με 504 φάρμες για την εισκόμιση γάλακτος και διατηρεί σταθερές και μακροχρόνιες σχέσεις με τους κτηνοτρόφους ενώ στις εγκαταστάσεις της απασχολεί 607 άτομα (31.12.2020).
Αυτή τη στιγμή παράγει περισσότερους από 400 κωδικούς για Ελλάδα και άλλες 35 χώρες, όπου έχει παρουσία, με εξαγωγές που αποτελούν το 35% του συνολικού κύκλου εργασιών του ομίλου, που το 2020 ανήλθε σε 116,8 εκατ. ευρώ, με αύξηση 2,8%.
Μείωση πωλήσεων στο γάλα και πιέσεις στην κερδοφορία
Ενδεικτικά σημειώνεται ότι το 2020, σε μια χρονιά που οι πωλήσεις για το γάλα στα supermarket (στοιχεία Nielsen) παρουσίασαν άνοδο σε όγκο 1,6% και πτώση σε αξία 4,3%, η Μεβγάλ παρουσίασε μείωση σε όγκο 17% και σε αξία 11,3%. Στην κατηγορία του γιαουρτιού, που οι πωλήσεις στα supermarket παρουσίασαν αύξηση σε όγκο 4,6% και αύξηση σε αξία 3,7%, η Μεβγάλ κατέγραψε αύξηση σε όγκο 4,7% και αύξηση σε αξία 4,7%, ξεπερνώντας την ανάπτυξη της αγοράς σε κάποιες κατηγορίες (στραγγιστό, φρουτογιαούρτια, παραδοσιακό και λειτουργικό).
Επίσης το 2020, το αυξημένο κόστος αναλωθέντων αποθεμάτων επηρέασε το ποσοστό μικτού κέρδους της Μεβγάλ, που διαμορφώθηκε σε 23,29% παρουσιάζοντας μείωση κατά 2,83% έναντι του 26,13% της προηγούμενης χρήσης. Τα καθαρά κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (ΕΒΙΤDΑ) μειώθηκαν τόσο σε επίπεδο εταιρείας, στα 8,377 εκατ. ευρώ από 9,638 εκατ. ευρώ στην προηγούμενη χρήση, όσο και σε επίπεδο ομίλου, στα 8,228 εκατ. ευρώ έναντι 9,821 εκατ. ευρώ αντίστοιχα.
Μείωση κατά 14,46% παρουσίασαν τα χρηματοοικονομικά αποτελέσματα ενώ ίδια είναι η τάση στα αποτελέσματα προ φόρων, που διαμορφώθηκαν σε 763 χιλ. ευρώ για την εταιρεία, από κέρδη 2,9 εκατ. ευρώ το προηγούμενο έτος και σε 1,4 εκατ. ευρώ για τον όμιλο από κέρδη 3,125 εκατ. ευρώ αντίστοιχα. Τα καθαρά αποτελέσματα μετά φόρων ανήλθαν για την εταιρεία σε 559 χιλ. ευρώ από 1,8 εκατ. ευρώ στην προηγούμενη χρήση.
Σημειώνεται ότι πέρυσι οριστικοποιήθηκε η μεταβίβαση των σημάτων από τη MEVGAL UK στη μητρική εταιρεία έναντι 792 χιλ. ευρώ. Όσο για τα κέρδη μετά από φόρους του ομίλου διαμορφώθηκαν σε 1,172 εκατ. ευρώ έναντι κερδών 2,037 εκατ. ευρώ αντίστοιχα. Επίσης οι βραχυπρόθεσμες δανειακές υποχρεώσεις ανήλθαν σε 6,636 εκατ. ευρώ από 6,439 εκατ. ευρώ αντίστοιχα.
Υπενθυμίζεται ότι η εταιρεία έχει αναδιαρθρώσει τον δανεισμό της από το 2017, όταν δανειακές υποχρεώσεις 54,338 εκατ. ευρώ κατέστησαν μακροπρόθεσμες. Η διάρκεια του ομολογιακού δανείου που σύναψε με τις τέσσερις συστημικές τράπεζες είναι δεκαετής, με εξαμηνιαίες περιόδους εκτοκισμού πλην της πρώτης περιόδου που ήταν ετήσια. Το ύψος του επιτοκίου καθορίζεται από το επιτευχθέν στη χρήση EBIDTA.