Κρασί – Αλλάζει κάτι στις αγοραστικές συνήθειες των Ελλήνων; Η πανδημία του Covid-19 κι όσα επέφερε στην καθημερινότητα επιχειρήσεων και πελατών διαμορφώνει μια καινούργια πραγματικότητα. Ακόμη και στον τομέα του κρασιού στη χώρα μας, οι καταναλωτικές συνήθειες δείχνουν να έχουν επηρεαστεί σε σημείο τέτοιο, ώστε να αναδύονται «φρέσκα» δεδομένα.
τoυ Σομελιέ
Για όλα φταίει η πανδημία;
Η κατάσταση γενικευμένου lockdown είχε ως άμεσο αποτέλεσμα τη μεταβολή των καθιερωμένων «θέλω» και «μπορώ» του μέσου καταναλωτή σε διεθνές επίπεδο. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ των 300 και πλέον εκατομμυρίων κατοίκων, κατά τον Μάρτιο, καταγράφηκε εντυπωσιακή αύξηση στην πώληση κρασιού, αλκοολούχων ποτών και μπίρας, σε μέσο ποσοστό που υπερβαίνει το 66%. Σε ανάλογο επίπεδο (58%) κινήθηκε η ανάπτυξη των πωλήσεων και στη βρετανική αγορά, με το κρασί να αντανακλά το μεγαλύτερο ποσοστό αύξησης. Εξυπακούεται πως καθώς τα καταστήματα μαζικής εστίασης, τα μπαρ, οι παμπ, τα κλαμπ κι οι καφετέριες ήταν όλα – σχεδόν – αναγκαστικά κλειστά, η προμήθειά τους γινόταν είτε μέσω απευθείας αγοράς από τα σούπερ μάρκετ ή μέσω online αγορών.
Προκειμένου δε να επιτευχθούν τέτοια μεγέθη, υπό αυτές τις συνθήκες και σε τόσο μεγάλες πληθυσμιακά αγορές, χρειάστηκε η αλυσίδα τροφοδοσίας να υπερβεί εαυτόν. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, παρατηρούνται δύο σημαντικές λεπτομέρειες, επάνω στις οποίες δύναται να «κτίσουν» οι άμεσα εμπλεκόμενοι stakeholders. Από τη μία το καταναλωτικό κοινό κινητοποιήθηκε, αναζήτησε, παρήγγειλε κι αγόρασε τις ετικέτες που επιθυμούσε. Ανήγε, λοιπόν, το κρασί σε μία από τις πρωταρχικές ανάγκες, ή τουλάχιστον σε μία εξ αυτών που επέλεξε να ικανοποιεί σε συνθήκες καραντίνας. Από την άλλη, το κοινό κατέφυγε κι εμπιστεύτηκε έναν μη-συνήθη τρόπο αγοράς των οινοπνευματωδών του, ήτοι τα online markets.
“Οι επιλογές του καταναλωτικού κοινού συνέβαλλαν στην εμφανή αύξηση στο μερίδιο αγοράς του κρασιού!”
Η ανάδυση της online δυναμικής
Όπως θεωρούν παράγοντες της αγοράς, οι online πωλήσεις θα πρέπει να θεωρούνται ως οι μεγάλοι κερδισμένοι της τρέχουσας χρονικής συγκυρίας. Μάλιστα, εκτιμάται πως αυτές δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως ένα περιστασιακό φαινόμενο, αλλά αποτελούν μέρος του new normality! Κάτι, το οποίο θα λειτουργήσει ενισχυτικά προς την κατεύθυνση περαιτέρω βελτίωσης και σε πιο επαγγελματικά δεδομένα δόμηση της εν γένει e-παρουσίας όσων εμπλέκονται ενεργά στην όλη διαδικασία. Επιπροσθέτως, η online «έκθεση» των Ελλήνων στο κρασί, μέσω της πραγματοποίησης αγορών κατά τη διάρκεια της καραντίνας, συνέβαλλε καταλυτικά στην ανάδυση νέων τάσεων όσον αφορά το προφίλ των πελατών. Συγκεκριμένα, οι μεγάλες συσκευασίες, όπως οι magnum, δείχνουν να αποτελούν… παρελθόν, καθώς η ζήτηση επ’ αυτών ήταν ανύπαρκτη. Σταθερή ήταν η πορεία που σημείωσε η premium κατηγορία, ενώ σε ιδιαίτερα αυξημένα επίπεδα κινήθηκε το ενδιαφέρον για τις προσφορές. Την ίδια στιγμή, τα «καθημερινά» κρασιά κατάφεραν να αποσπάσουν τον μεγαλύτερο βαθμό προτίμησης των πελατών στις online αγορές, ενώ μέχρι την έναρξη της πανδημίας του κορωνοϊού η ζήτηση ήταν μεγαλύτερη για κρασιά μικρότερων παραγωγών.
Ξεκάθαρος νικητής το κρασί!
Ένα ακόμη στατιστικό στοιχείο με το δικό του νόημα έχει να κάνει με το τι επέλεξε το καταναλωτικό κοινό να γευτεί σε επίπεδο αλκοολούχου ποτού. Είναι ξεκάθαρο πως υπάρχει πλέον εμφανής αύξηση στο μερίδιο αγοράς του κρασιού, σε σχέση με τα αλκοολούχα ποτά και την μπίρα! Μια ακόμη επισήμανση που προκύπτει από την επεξεργασία των στοιχείων της δαπάνης του μέσου καταναλωτή είναι πως αποφεύγει να «πειραματίζεται», δοκιμάζοντας διαφορετικές ποικιλίες κι ετικέτες, αλλά δείχνει σταθερότητα σε αυτό που γνωρίζει, επιλέγοντας να αγοράζει κυρίως τα προϊόντα που έχει δοκιμάσει κατά το παρελθόν και του αρέσουν. Ξεχωριστή είναι η βαρύτητα των ελληνικών κρασιών στο mix αγορών που επιλέγουν να πραγματοποιήσουν οι καταναλωτές, καθώς από τη μια πλευρά αναγνωρίζουν τη βελτιωμένη παρουσία τους στην αγορά, από την άλλη είναι έντονη η επιθυμία να στηρίξουν τις εγχώριες επιχειρήσεις και τους παραγωγούς.
Ο μέσος καταναλωτής αναγνωρίζει πως οι ποικιλίες, το χρώμα, το σώμα, η γεύση κι ο βαθμός ωρίμανσης των ελληνικών κρασιών βαίνουν διαρκώς βελτιούμενα, σε σημείο τέτοιο ώστε σε πλείστες περιπτώσεις να μην έχουν να ζηλέψουν ούτε κατ’ ελάχιστο τις αντίστοιχες προτάσεις από το εξωτερικό. Μάλιστα, δεν λείπουν οι περιπτώσεις κατά τις οποίες το αίσθημα της ζήλιας πραγματοποιεί αντίστροφη κίνηση εκπορευόμενη από τα έξω προς τα μέσα…
“Κατά το α’ δίμηνο του 2020 διαφαινόταν μια πολλά υποσχόμενη χρονιά, που θα διακρινόταν από έντονα ανοδικές πωλήσεις.”
Οι ενδείξεις για το 2020 ήταν «εκρηκτικές»
Όπως συμβαίνει και σε άλλες καθετοποιημένες ή προϊοντικές αγορές, η χρονιά είχε ξεκινήσει με τα δεδομένα να «δείχνουν» εντυπωσιακά θετική προοπτική για τον κλάδο του κρασιού. Μάλιστα, σύμφωνα με τα δεδομένα που προέκυψαν από το πρώτο δίμηνο του 2020, διαφαινόταν μια πολλά υποσχόμενη χρονιά, που θα διακρινόταν από έντονα ανοδικές πωλήσεις στους χώρους μαζικής εστίασης, τις τουριστικές επιχειρήσεις, καθώς επίσης κι αυτές της ψυχαγωγίας. Ωστόσο, πλέον, έπειτα από την πανδημία και το ισχυρό πλήγμα στον χώρο του τουρισμού και της εστίασης, τα πράγματα αναμένεται να είναι προβληματικά κατά το υπόλοιπο μισό του τρέχοντος έτους.
Γιατί, αν μη τι άλλο, η ανάκαμψη είναι άμεσα συνδεδεμένη αφενός με τον τουρισμό αφετέρου με το πώς θα εξελιχθούν τα οικονομικά δεδομένα στη χώρα μας. Κι αυτό, μιας και το φθινόπωρο, τον χειμώνα και μέχρι τις αρχές της άνοιξης, η κατανάλωση στη μαζική εστίαση είναι απόλυτα – σχεδόν – συνυφασμένη με την εγχώρια κατανάλωση. Αναμφίβολα, μια κατά το δυνατόν πιο έντονη επανεκκίνηση στην εστίαση και τον τουρισμό θα μπορούσε να συμπαρασύρει με θετική χροιά και την αγορά του κρασιού, των αλκοολούχων και της μπίρας, η οποία ναι μεν θα είναι «πληγωμένη» αλλά ενδεχομένως στο τέλος του καλοκαιριού να έχει περιορίσει τις απώλειες σε ικανοποιητικό βαθμό.
Αναζητώντας την ευκαιρία μέσω της κρίσης
Μπορεί όλοι οι stakeholders της αγοράς να θεωρούν ως δεδομένο πως το 2020 θα αποτελέσει σίγουρα μια δύσκολη χρόνια, όμως ίσως και να βοηθήσει τις εταιρείες του κλάδου να αναπτύξουν νέες δεξιότητες, να αναζητήσουν και να ακολουθήσουν σύγχρονους τρόπους λειτουργίας, να δομήσουν ένα συμπαγές πλάνο marketing και πωλήσεων, με συγκεκριμένους στόχους και στρατηγικές που θα συμβάλλουν καταλυτικά στην επίτευξή τους.
Δίχως αντίρρηση, σε ένα «προβληματικό» περιβάλλον που συνδέεται και με την οικονομική κρίση, εκτός από τα αρνητικά στοιχεία της εξίσωσης, θα προκύψουν κι αρκετές ευκαιρίες για τους επαγγελματίες του κλάδου. Θα απαιτηθεί δημιουργικότητα, ευελιξία κι αντοχή. Εκ των πραγμάτων, σε ό,τι αφορά τις πωλήσεις χονδρικής, η πτώση που παρατηρήθηκε ευθύς αμέσως έπειτα από το lockdown κινήθηκε σε πρωτόγνωρα επίπεδα. Σε αυτό το πλαίσιο, η κατανάλωση περιορίστηκε σε αγορές από τα e-shops και τα super market, οι οποίες ωστόσο ήταν αδύνατον να καλύψουν το χαμένο έδαφος. Μάλιστα, η λιανική πώληση εξακολουθεί να παραμένει σταθερή, γεγονός που επιτρέπει στις επιχειρήσεις του κλάδου να προσπορίζονται ένα μικρό ποσό, το οποίο όμως δεν είναι σε θέση να στηρίξει ούτε κατ’ ελάχιστον τα λειτουργικά τους έξοδα.