Εκτός από τον τουρισμό της αναψυχής, της διασκέδασης και της ανεμελιάς, υπάρχει και ένας άλλος, «σκοτεινός» τουρισμός, που εστιάζεται σε τόπους θλίψης και μαρτυρίου. Η Θεσσαλονίκη προσφέρει και τις δύο επιλογές.
«Εύκολα και άμεσα», χωρίς μάλιστα να χρειάζεται η δαπάνη ούτε ενός ευρώ, μπορεί να αναπτυχθεί ο «σκοτεινός» τουρισμός σε Θεσσαλονίκη και Καλαμαριά, σημειώνει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η Ιωάννα Μηταυτσή, πρόεδρος του Συλλόγου Αποφοίτων Διατμηματικού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Τουρισμός και Τοπική Ανάπτυξη» του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), PhDc.
Στο περιθώριο εκδήλωσης που διοργανώθηκε μέσω της Philoxenia από τον δήμο Καλαμαριάς, για τον τουρισμό μνήμης και τον «σκοτεινό» τουρισμό, η κ. Μηταυτσή σημείωσε πως οι αρμόδιοι φορείς της πόλης, έχουν τη δυνατότητα να αποκαλύψουν στους φανατικούς αναζητητές της ιστορίας διεθνώς, τα ιστορικά μυστικά των περιοχών τους, που βρίσκονται και εντοπίζονται σε διάφορες γωνιές τους. Η Θεσσαλονίκη είναι μία «‘σκοτεινή’ πόλη που διαθέτει βαθιά ‘σκοτεινή’ ιστορία, την οποία και αναδεικνύει σε διάφορα σημεία της».
Στο πλαίσιο αυτό, γνωστοποίησε ότι η ίδια έχει δημιουργήσει ήδη μια ‘σκοτεινή’ διαδρομή για τη Θεσσαλονίκη. «Υπάρχει έτοιμο ένα τουριστικό προϊόν, που μπορεί κάποιος ανά πάσα ώρα και στιγμή να το πάρει και να το πουλά στους ξένους» εκτίμησε και πρόσθεσε πως και ο δήμος Καλαμαριάς, «διαθέτει ‘σκοτεινά’ σημεία, που μπορούν να προσελκύσουν αυτήν την ιδιαίτερη κατηγορία τουριστών».
Υπογραμμίζοντας ότι η ιστορία υπάρχει και τα αρμόδια στελέχη των δήμων Θεσσαλονίκης και Καλαμαριάς δεν χρειάζεται να σκεφτούν και να επινοήσουν το παραμικρό, η κ. Μυταυτσή σημείωσε ότι «στο εξωτερικό επινοούν ιστορίες για να προσελκύσουν τουρίστες και το καταφέρνουν – και εμείς εδώ που έχουμε πραγματικά και βαθιά ιστορία, δεν την προωθούμε».
Αναφερόμενη στο προφίλ του ταξιδιώτη που επιλέγει «σκοτεινό» τουρισμό, τόνισε ότι πρόκειται για έναν γνώστη της παγκόσμιας ιστορίας, ο οποίος «διψά για περισσότερες πληροφορίες και δεδομένα, ώστε «να ενώσει τα κομμάτια του παζλ, να κάνει τους συσχετισμούς και να εξηγήσει με μεγαλύτερη ακρίβεια την ιστορικότητα των γεγονότων και μορφών που ο ίδιος ακολουθεί κατά πόδας».
Βέβαια, όπως σημείωσε, «όταν τα τραύματα γίνονται σημεία μιας τουριστικής διαδρομής, τότε οφείλουμε να την περπατήσουμε με σεβασμό και ευπρέπεια». Στο πλαίσιο αυτό δε, υπογράμμισε τη σημασία της ορθής τουριστικής διαχείρισης σε ό,τι αφορά την μνήμη.
Σχετικά με την ηθικότητα του «σκοτεινού» τουρισμού, η ίδια τόνισε ότι οι συζητήσεις και οι προβληματισμοί κινούνται σε τέσσερις άξονες: Σε ό,τι αφορά τη στρατηγική και διαχείριση της σκοτεινής δραστηριότητας από τους επιχειρηματίες και τους φορείς, την ισορροπία που πρέπει να υπάρχει ώστε να αποφευχθούν ηθικές συγκρούσεις, τον τρόπο που η ηθικότητα της σκοτεινής δραστηριότητας προβάλλεται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τη συμπεριφορά των επισκεπτών-τουριστών στα σκοτεινά μέρη.
Στην ομιλία της στην εκδήλωση, η κ. Μυταυτσή, σημείωσε ότι ο δήμος Καλαμαριάς τα τελευταία χρόνια, άρχισε να δείχνει έντονο ενδιαφέρον για τον τουρισμό, και τόνισε πως μεσούσης της πανδημίας, όχι μόνο δεν έμεινε αδρανής, αλλά δημιούργησε αντιδημαρχία Τουρισμού και ξεκίνησε με τη βοήθεια ειδικών στο πεδίο αυτό, τον στρατηγικό σχεδιασμό της τουριστικής ανάπτυξής του.
Στο πλαίσιο αυτό, η ίδια ανέλυσε την ιστορία των Απολυμαντηρίων της Καλαμαριάς και επισκόπησε το πώς το αφήγημά τους μπορεί να συμβάλει στην τουριστική προώθηση της περιοχής.
«Χιλιόμετρα μακριά από εδώ που είμαστε τώρα, στο Διεθνές Εκθεσιακό Κέντρο Θεσσαλονίκης ανάμεσα στο Παλατάκι και την Πλαζ Αρετσούς στην Καλαμαριά, έρχονταν οι βάρκες με τους πρόσφυγες. Εκεί ήταν τα «Απολυμαντήρια», ή αλλιώς το δημόσιο Λοιμοκαθαρτήριο, «Προσφυγοθανείο» και καραντίνα, που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά δύο μεγάλα ξύλινα παραπήγματα, όπου στο ένα απολυμαίνονταν τα ρούχα και τα κλινοσκεπάσματα των προσφύγων και ό,τι άλλο κουβαλούσαν μαζί τους, και στο άλλο εξελισσόταν η διαδικασία της δικής τους απολύμανσης», εξήγησε.
Με την ολοκλήρωση της απολύμανσης των προαναφερόμενων προσφύγων, αυτοί έμεναν μετά σε καραντίνα ως και επτά μήνες, σε σκηνές, και ύστερα διοχετεύονταν σε χωριά της Μακεδονίας και της Θράκης.
Κατά την ίδια, οι καταγραφές μιλούν για 355.000 πρόσφυγες από Θράκη, Μικρά Ασία, Πόντο που έφτασαν στο Καραμπουρνού μεταξύ 1916-1924, εκ των οποίων οι 22.000 (πολλά παιδιά) δεν άντεξαν τη σκληρή δοκιμασία και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης και πέθαναν.
«Έτσι η περιοχή γύρω από τα Απολυμαντήρια γέμισε ομαδικούς τάφους και λίγα χρόνια πριν γκρεμιστούν τα Απολυμαντήρια, χρησιμοποιήθηκαν το καλοκαίρι του 1942 από Γερμανούς, όπου 45.000 περίπου Εβραίοι της Θεσσαλονίκης μεταφέρθηκαν εκεί πεζή για απολύμανση και επέστρεψαν πεζή στην πόλη – και από κει στον παλιό Σιδηροδρομικό Σταθμό με προορισμό τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Λίγο πριν το 1970 κατεδαφίστηκαν», επισήμανε.
Στο πλαίσιο αυτό, «ναι μεν αναμφισβήτητα τα Απολυμαντήρια είναι ένας τόπος ιστορικής μνήμης και αποτελεί ένα ‘σκοτεινό’ σημείο της ιστορίας της πόλης μας, που όμως, ελλείψει ενός σημείου ή μνημείου στην ακριβή τοποθεσία, μπορεί να ‘στείλει’ στη λήθη την τραγωδία εκείνων των ημερών».
Ένα άλλο «σκοτεινό» σημείο στην Καλαμαριά, είναι κατά την ίδια, το Βρετανικό Κοιμητήριο Μίκρας, που λειτούργησε από τον Απρίλιο του 1917 έως το 1920 και εντός αυτού υπάρχουν 1.810 ταφές της Κοινοπολιτείας από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και 148 στρατιωτικοί τάφοι άλλων εθνικοτήτων – Έλληνες, Ρώσοι, Βούλγαροι και μερικοί Τούρκοι. Επίσης, στον χώρο του νεκροταφείου υπάρχουν και αναμνηστικές στήλες για τα σχεδόν 500 θύματα που προήλθαν από τις βυθίσεις των συμμαχικών πλοίων. Υπάρχει ακόμη μνημείο αφιερωμένο στις περίπου 500 νοσοκόμες, τους στρατιωτικούς υπαλλήλους και τους άντρες της Κοινοπολιτείας που έχασαν τη ζωή τους στη θάλασσα κατά τη μεταφορά των στρατευμάτων με πλοία στη Μεσόγειο.
Συμμαχικά νεκροταφεία υπάρχουν και στη Θεσσαλονίκη, τα Ζέιτενλικ, που κατακλύζονται από κόσμο.