Η είσοδος της γαστροπάμπ σε κάθε χώρα
Το μοντέλο της γαστροπάμπ, στο οποίο κυριαρχεί η δημιουργικότητα και η αγνότητα των πρώτων υλών, καταφέρνει να μεταμορφώσει ταπεινά χαμηλού κόστους συστατικά σε γευστικά, ευφάνταστα γαστρονομικά πιάτα. Αυτός ο συνδυασμός αποδείχθηκε ιδιαιτέρως νικηφόρος σε οποιαδήποτε γλώσσα και αν μεταφράστηκε. Έτσι, και οι Ιταλοί ακολουθούν την τάση και μας συστήνουν τις gastrotecas, με έντονα αρώματα μάραθου, φασκόμηλου, δεντρολίβανου, ρίγανης, αλατιού και πιπεριού αλεσμένου σε πάστα ελαιόλαδου. Οι σύγχρονες μέθοδοι και τεχνικές συναντούν τις συνταγές της Ιταλίδας γιαγιάς και πολλές από τις παραδοσιακές συνταγές που γεννήθηκαν στις ταβέρνες και στις πλατείες πολλών πόλεων της Ιταλίας διαμόρφωσαν τον σύγχρονο διατροφικό χάρτη της χώρας αλλά και την ταυτότητα των νεοσύστατων gastrotecas.
Και ενώ τα χαλαρά vibes με γκουρμέ προσθήκες ταξιδεύουν από χώρα σε χώρα, ενθουσιάζοντας το γαστρονομικό κοινό, στην Ελλάδα κατευθυνόμαστε γοργά προς τη γνώριμη, οικεία και προσφιλή ταβέρνα για αναζήτηση νέων γευστικών απολαύσεων. Νέοι σεφ, φιλόδοξοι και καινοτόμοι, κρατούν τα ηνία και μας παρουσιάζουν τη γαστροταβέρνα. Όμορφη, ανανεωμένη και σαφώς επηρεασμένη από τη bistronomy φιλοσοφία, η γαστροταβέρνα θέτει το ίδιο το παραδοσιακό φαγητό ως πρωταγωνιστή και σαγηνεύει με πειραματισμούς πρώτων υλών από την ελληνική γη και σύγχρονων τεχνικών της διεθνούς μαγειρικής τέχνης.
Τι σερβίρει η γαστροταβέρνα
Η γαστροταβέρνα φιλοξενεί στο μενού της παραδοσιακές συνταγές σε έναν προσεγμένο αλλά συνάμα απλό, διασκεδαστικό, παρεΐστικο χώρο, με την ελληνική κουζίνα να κάνει έντονη την παρουσία της και να διασκεδάζει τις εντυπώσεις με φινετσάτους, ίσως στο αρχικό άκουσμά τους ανατρεπτικούς συνδυασμούς, που όμως δεν προσβάλλουν την παράδοση.
Τα πιάτα της γαστροταβέρνας βασίζονται σε προσεκτικά επιλεγμένα τοπικά προϊόντα από Έλληνες παραγωγούς, ώστε να διατηρούν τη φρεσκάδα τους και να ενισχύουν τις θύμησες της πλούσιας ελληνικής γαστρονομικής ιστορίας. Πλέον, πολλά τα παραδείγματα που συνηγορούν στον χαρακτηρισμό της γαστροταβέρνας ως νέας γαστρονομικής επέλασης και πολλοί οι εκπρόσωποί της. Στη γαστροταβέρνα θα γευτούμε μύδια με σπανάκι, τσορίθο και ηλιόσπορο από τα χέρια του Tsiftis, Σήφη Μανουσέλη, στα Ιλίσια.
Ο Dopios, Χριστόφορος Πέσκιας, μόλις πατήσουμε το μωσαϊκό και τακτοποιηθούμε σε ένα απο τα μαρμάρινα τραπεζάκια, θα μας φιλέψει μανιάτικη πατατοσαλάτα με πορτοκάλι, avocado, ελιές και φρέσκο κρεμμυδάκι, έναν μοναδικό συνδυασμό γήινων και δροσερών γεύσεων. Ενώ, στη Φάμπρικα του Ευφρόσυνου στο Κουκάκι θα ταξιδέψουμε νοερά και γευστικά σε όλη την Ελλάδα με κάθε μπουκιά. Αρνάκι με γκόγκες αρβανίτικες, μάγουλα με πουρέ, σουγάνια (κρεμμύδια) γεμιστά με ρύζι, κουκουνάρι και μυρωδικά, κόκορας με πέτουρα, χορτόπιτες της γιαγιάς, αστακός με μπάμιες.
Το μέλλον της προβλέπεται λαμπρό (;)
Τίθεται, βέβαια ένα σημαντικό ερώτημα: Αποτελεί μόδα που σύντομα θα φθίνει ή εδραιωμένη επιλογή των γαστρονομικών μας εξόδων που ήρθε για να μείνει; Oι πρώτες ενδείξεις για το μέλλον της γαστροταβέρνας είναι αισιόδοξες. Αρκετοί καταξιωμένοι σεφ, οι οποίοι έχουν κατακτήσει ένα ή περισσότερα αστέρια Michelin, δημιουργούν παρόμοιους χώρους, εκμεταλλευόμενοι την απήχηση και την αποδοχή της τάσης της γαστροταβέρνας, γεγονός που συμβαδίζει με τη δημιουργική ελευθερία, απαλλαγμένης απο το κηνύγι της καταξίωσης μέσω του οδηγού γαστρονομίας Michelin, και απαλλάσσει από τον κίνδυνο αλλοίωσης των αντικομφορμιστικών δεδομένων της γαστροταβέρνας.
Ελπιδοφόρο επίσης είναι ότι οι νεότεροι σεφ ασπάζονται την ιδέα της γαστροταβέρνας, καθώς τους επιτρέπει να ακολουθούν τις δικές τους γαστρονομικές ιδέες χωρίς επιρροές. Δεν χρειάζεται να ακολουθήσουν τους κανόνες της υψηλής γαστρονομίας ή να προσπαθήσουν να κερδίσουν αστέρια Michelin. Εκτός, λοιπόν, από όρεξη για να ξανασυστηθούμε με την ελληνική σύγχρονη κουζίνα, η τάση της γαστρταβέρνας μάς προσφέρει και τροφή για σκέψη για την πορεία της και τη διατήρηση του ανέμελου χαρακτήρα της.