Γαστροδιπλωματία ή μαγειρική διπλωματία;
Συχνά χώρες αξιοποιούν τη «γαστρονομική» τους ισχύ ως ένα ισχυρό εργαλείο προώθησής τους στις διεθνείς αγορές, ενώ για άλλους ταυτίζεται με την ήπια δύναμη της άσκησης εξουσίας. Μια ενδιαφέρουσα διάσταση της γαστροδιπλωματίας είναι και η μαγειρική διπλωματία, η οποία επίσης εμφανίζεται στην αρθρογραφία.
Ο Chapple-Sokol το 2013 αποπειράται να εξηγήσει τις διαφορές μεταξύ γαστροδιπλωματίας και μαγειρικής διπλωματίας, με την πλέον καίρια διαφορά να εντοπίζεται στον τόπο όπου υλοποιούνται. Βασικό καθήκον των διπλωματών –αν και άτυπο– είναι η συμμετοχή τους σε γεύματα είτε διμερή, όπως ονομάζονται, είτε πολυπληθή.
Στο πλαίσιο διεξαγωγής των γευμάτων αυτών προωθούνται οι διεθνείς σχέσεις μεταξύ των κρατών, γεγονός που εξηγεί και τους λόγους για τους οποίους τα μενού είναι αφιερωμένα στις εθνικές κουζίνες των χωρών φιλοξενίας. Δεν είναι όμως μόνο το μενού το στοιχείο πάνω στο οποίο δομείται η γαστροδιπλωματία. Η ταξιθεσία έχει τη δική της σημασία στις διπλωματικές σχέσεις: οι καλεσμένοι καταλαμβάνουν συγκεκριμένες θέσεις στο τραπέζι του γεύματος, ενώ μεγάλη προσοχή δίνεται και στο ποιοι θα βρίσκονται στις διπλανές θέσεις. Αυτή η ιδιωτική, κατά κάποιο τρόπο, μαγειρική συνεύρεση ορίζεται ως μαγειρική διπλωματία. Από την άλλη, η γαστροδιπλωματία έχει στον πυρήνα της την ισχυρή κρατική παρουσία αλλά και έναν περισσότερο εξωστρεφή χαρακτήρα. Η γαστροδιπλωματία αξιοποιείται από τα κράτη με στόχο την προώθηση της εικόνας και του πολιτισμού της χώρας στο εξωτερικό. Δηλαδή, το φαγητό λειτουργεί ως στοιχείο της ταυτότητας ενός έθνους, ενώ υπάρχουν παραδείγματα όπου αυτό αξιοποιήθηκε ακόμη και για την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης.
Τα έθνη χρησιμοποιούν το φαγητό ως μέρος των προσπαθειών τους να προωθήσουν τους πολιτισμούς τους.
H Ταϊλάνδη στους πρωτεργάτες
Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα επιτυχημένης γαστροδιπλωματίας αποτελεί η Ταϊλάνδη, με το πρόγραμμα «Global Thai», το οποίο ξεκίνησε το 2002. Σκοπός του προγράμματος ήταν να αυξηθεί ο αριθμός των εστιατορίων ταϊλανδέζικης κουζίνας παγκοσμίως και να αποκτήσουν αναγνωρισιμότητα πιάτα όπως το Pad Thai και το Pad See Ew. Παράλληλα, το πρόγραμμα στόχευε στην ενίσχυση των τουριστικών ροών από το εξωτερικό στη χώρα. Η επιτυχία του προγράμματος αποτυπώνεται στους αριθμούς. Το 2002, όπου ξεκίνησε η εκστρατεία, τα ταϊλανδέζικα εστιατόρια δεν ξεπερνούσαν τα 5.500 παγκοσμίως, ενώ το 2009 έφθασαν τα 13.000.
Επιπλέον, το «Global Thai» αποδείχθηκε εξαιρετικά επικερδές, αφού νέοι τουρίστες επισκέφθηκαν τον προορισμό και η οικονομία της χώρας ενισχύθηκε σημαντικά. Η θετική στάση την οποία ένα άτομο μπορεί να υιοθετεί προς μια χώρα εξαιτίας της ικανοποιητικής γευστικής εμπειρίας που μπορεί να έλαβε, επιβεβαιώνεται από την έρευνα του περιοδικού «Public Diplomacy». Σύμφωνα με το δημοσίευμα, περισσότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες απάντησαν ότι το να δοκιμάσουν την κουζίνα μιας χώρας τούς οδήγησε στο να υιοθετήσουν μια περισσότερο θερμή στάση απέναντι στην ίδια τη χώρα.