Η αγορά των dips και των dressings έχει γνωρίσει σημαντική άνοδο τα τελευταία χρόνια, τόσο στη λιανική όσο και στη μαζική εστίαση. Ποιες είναι οι τρέχουσες τάσεις και ποια πράγματα πρέπει να έχει κατά νου ένα εστιατόριο;
τoυ Γιάννη Αποστολόπουλου
Η λεπτομέρεια που κάνει τη διαφορά
Τα dressings, τα dips, οι κρύες σάλτσες κι οι αλοιφές μπορούν να εμπλουτίσουν ένα πιάτο και να το μετατρέψουν σε μία ιδιαίτερα ικανοποιητική γευστική εμπειρία. Τα προϊόντα αυτά, είτε έτοιμα είτε παρασκευασμένα από την κουζίνα, συχνά αποτελούν χαρακτηριστικά συγκεκριμένων συνταγών από εθνικές κουζίνες, ενώ σε άλλες περιπτώσεις έχουν στο επίκεντρό τους ιδιαίτερα υλικά από κάποιες περιοχές του κόσμου. Η διεθνής αγορά για τα συγκεκριμένα προϊόντα είχε γνωρίσει σημαντική άνοδο την περασμένη δεκαετία, καθώς αναπτύχθηκε κατά 28,4% το διάστημα 2010 – 2015, ενώ η ετήσια άνοδος μέχρι και σήμερα από τα μέσα της δεκαετίας ήταν πάνω από 2%.
Τα γαλακτοκομικά προϊόντα παίζουν σημαντικό ρόλο σε πολλά dressings για σαλάτες, όπως το γιαούρτι που μπορεί να συμβάλλει ως πρώτη ύλη σε πάρα πολλές δημιουργίες. Η μεγάλη ποικιλία που υπάρχει σε dips, dressings και σάλτσες δίνει τη δυνατότητα για μοναδικά κι αυθεντικά πιάτα που μπορεί να προέρχονται από την εγχώρια ή και τη διεθνή κουζίνα. Με τον τρόπο αυτό, στο μενού εντάσσονται ξεχωριστές επιλογές για τους πελάτες, που σε κάποιες περιπτώσεις μπορούν ακόμη και να αποτελέσουν το σήμα κατατεθέν για ένα εστιατόριο. Παράλληλα, ικανοποιείται η επιθυμία για νέες γεύσεις, ενώ ένα κλασικό πιάτο, είτε κυρίως είτε σαλάτα, μπορεί να μετατραπεί σε κάτι το ιδιαίτερο με ένα απλό συνοδευτικό.
“Η τάση για φυσικά υγιεινά προϊόντα και με φυτικές πρώτες ύλες δεν πρέπει να αγνοείται”
Με υψηλή διατροφική αξία
Τα περισσότερα από αυτά τα συνοδευτικά είναι εύκολο να παρασκευαστούν στην κουζίνα, όπως για παράδειγμα ένα dip τυριών, το οποίο μπορεί και να διαφοροποιείται ανάλογα με τα τυριά που χρησιμοποιούνται. Να σημειωθεί πως τα dips και τα dressings δεν προσφέρουν μόνο γεύση, αλλά πολλές φορές έχουν κι υψηλή διατροφική αξία, πράγμα που σημαίνει πως εμπλουτίζουν ουσιαστικά ένα πιάτο και δεν είναι απλώς «ενισχυτικά γεύσης». Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να ικανοποιήσουν και τη γενικότερη τάση που υπάρχει στο καταναλωτικό κοινό για επιλογές υγείας κι ευεξίας, εφόσον βέβαια χρησιμοποιηθούν τα κατάλληλα υλικά. Βεβαίως, αυτό δεν αποτελεί απαράβατο κανόνα, καθώς πολλοί άνθρωποι επιλέγουν να φάνε σε κάποιο εστιατόριο, επιδιώκοντας τις γεμάτες και πλούσιες γεύσεις, χωρίς να τους απασχολεί το θερμιδικό φορτίο ή το πόσο υγιεινό είναι το πιάτο.
Ωστόσο, σήμερα ένα μενού είναι καλό να προσφέρει επιλογές και για τις δύο περιπτώσεις, οι οποίες δεν είναι ανάγκη να είναι ισομοιρασμένες, αλλά να υπάρχουν. Η πελατεία είναι αυτή στην τελική που καθορίζει προς τα πού θα πρέπει να γύρει η πλάστιγγα και μάλιστα αυτή η διαδικασία είναι δυναμική. Ακόμη κι οι ίδιοι πελάτες, στην πορεία του χρόνου, αλλάζουν συνήθειες, προτιμήσεις ή αποκτούν διατροφικούς περιορισμούς για λόγους υγείας ή άλλους.
Εγχώριες και διεθνείς γεύσεις
Επανερχόμενοι στο θέμα των dips και των dressings, άλλο ένα «ντουέτο» που είναι καλό να υπάρχει στο μενού είναι οι εγχώριες και οι διεθνείς γεύσεις. Το τζατζίκι δεν λείπει και δεν μπορεί να λείπει από κανένα μενού. Μόνο του, όμως, οδηγεί σε ένα φτωχό μενού. Οι επιπλέον επιλογές μόνο θετικά θα λειτουργήσουν. Η ένταξη νέων γεύσεων, είτε σε σαλάτες, είτε σε κυρίως πιάτα, είτε και ως αυτόνομα πιάτα, μπορεί να γίνει σταδιακά και πιλοτικά, με την ανάλογη προβολή των νέων προϊόντων στην πελατεία. Η ανταπόκριση που θα υπάρξει θα κρίνει με τη σειρά της ποια θα καθιερωθούν στον κατάλογο. Σε αυτή την προσπάθεια, μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο η υιοθέτηση γεύσεων από τη διεθνή κουζίνα. Το χούμους, για παράδειγμα, που η ρίζα του θεωρείται πως βρίσκεται στη Μέση Ανατολή, έχει κερδίσει πολλές συμπάθειες, αφού ακόμη και οι περισσότερες βιομηχανίες το έχουν εντάξει στην γκάμα τους. Πρόκειται για ένα dip – σαλάτα που είναι αρκετά εύκολο να παρασκευαστεί στην κουζίνα και μπορεί να κάνει θαύματα ως ορεκτικό.