Τα βασικότερα συμπεράσματα
Εν περιλήψει, τα σημαντικότερα σημεία των συνομιλιών που είχαμε με τα στελέχη του
ξενοδοχειακού κλάδου απ’ ολόκληρη την τουριστική Ελλάδα συνοψίζονται στα εξής:
Τα μηνύματα για την εμφάνιση του φαινομένου της διόρθωσης είχαν διαφανεί –έντονα, μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις– από τη διαδικασία των προκρατήσεων, όταν τα μεγέθη ήταν σταθερά πτωτικά, εν συγκρίσει με το αμέσως προηγούμενο έτος, έως και κατά 30%! Οι ξενοδόχοι θεωρούν πως η προϊστάμενη στον τουρισμό πολιτική ηγεσία δεν θα πρέπει να δίνει μονότονη έμφαση στην ποσότητα, αλλά να εξετάζει και «καλλιεργεί» το στοιχείο της ποιότητας του εισερχόμενου τουριστικού ρεύματος. Πόσο μάλλον, από τη στιγμή κατά την οποία το πρώτο συχνά–πυκνά είναι αποτέλεσμα ευκαιριακών συγκυριών, ενώ το έτερο αποτέλεσμα άκρως στοχευμένων δράσεων κι ενεργειών. «Αρκεί να έχουν εκ των προτέρων προσδιορίσει ποιοι τουρίστες μας ενδιαφέρουν ως χώρα και γιατί», όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι ίδιοι οι ξενοδόχοι.
Εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου του Μαρτίου παρατηρήθηκε μια ανοδική… διόρθωση των μεγεθών που αφορούν τις προκρατήσεις, σε σημείο τέτοιο, που στην καλύτερη των περιπτώσεων πλησίασε –περίπου– τα περυσινά επίπεδα, ενώ στις περισσότερες, απλώς, περιόρισε κατά το ήμισυ την καταγεγραμμένη πτώση. Σε αυτό συνέβαλλε το γεγονός ότι η Τουρκία κινείται σε μεγέθη απόλυτης –σχεδόν– πληρότητας, άρα οι ενδιαφερόμενοι τουρίστες αναγκάζονται να στραφούν σε εναλλακτικές λύσεις–προορισμούς.
Η συντριπτική πλειοψηφία των επαγγελματιών του κλάδου της ξενοδοχίας θεωρεί πως φέτος η διόρθωση στο εισερχόμενο τουριστικό ρεύμα θα κινηθεί από 1 έως και 20%! Βέβαια, δεν λείπουν κι οι αισιόδοξοι (λ.χ. Μύκονος, Κεφαλλονιά), που διαβλέπουν ενίσχυση των μεγεθών των αλλοδαπών επισκεπτών που πρόκειται να υποδεχτούν.
Στην ολότητά τους, οι προορισμοί της χώρας μας θεωρούνται κατά βάση «sea & sun», ωστόσο, επειδή, αυτό όχι μόνο δεν αρκεί, αλλά ταυτόχρονα αδυνατεί να τους ξεχωρίσει από τον ανταγωνισμό, έχουν ξεκινήσει να προσθέτουν σειρά από δραστηριότητες (λ.χ. περιπατητικός τουρισμός, υποβρύχιος τουρισμός, θαλάσσιος τουρισμός, θρησκευτικός τουρισμός, διερεύνηση μονοπατιών κ.ά.) στο μείγμα του τοπικού τουριστικού προϊόντος που παρέχουν. Το φαινόμενο της υπερφορολόγησης αποτελεί κοινό τόπο για το σύνολο των προέδρων των ενώσεων ξενοδόχων της χώρας μας. Έντονο προβληματισμό δημιουργούν επίσης οι εργοδοτικές κι ασφαλιστικές εισφορές και η μόνιμα εισπρακτική λογική κάθε απόφασης που σχετίζεται με τον τουρισμό.
Όλοι όσοι ερωτήθηκαν ανέφεραν τη γαστρονομία ως έναν από τους πυλώνες τους οποίους κι οφείλουν να εντάξουν, αναδείξουν και προβάλλουν προς την κατεύθυνση των foodies (κι όχι μόνο) τουριστών. Όπως ισχυρίζονται, η γαστρονομία αποτελεί παράγοντα διαφοροποίησης έναντι των άλλων χωρών, αλλά και των ποικίλων εγχώριων προορισμών, ενώ ταυτόχρονα δημιουργείται ένας συνεκτικός συνεργατικός ιστός, που συμβάλλει στην οικονομική πρόοδο κάθε τόπου ξεχωριστά. Μιας και ο λόγος για το ανθρώπινο δυναμικό, σχεδόν σε όλες τις τουριστικές περιοχές παρατηρείται οξύ ζήτημα με την ανεύρεση προσωπικού. Κατ’ αρχάς, διαθέσιμου προσωπικού κι, εν συνεχεία, εξειδικευμένου.
Σε όλους, σχεδόν, τους τουριστικούς προορισμούς λαμβάνει χώρα η διαδικασία… μετάγγισης ανθρώπινου δυναμικού από άλλες περιοχές της χώρας και δη από τα μεγάλα αστικά κέντρα, ενώ σε πλείστες περιπτώσεις οι κενές θέσεις επανδρώνονται ακόμη και με μεταναστευτικό προσωπικό (λ.χ. από Αλβανία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Αίγυπτο κ.ά.). Δυστυχώς, αυτή η ευκαιριακή κάλυψη των κενών της εργατικής σύνθεσης οδηγεί στην προσφορά χαμηλότερων των αναμενομένων υπηρεσιών! Κάτι, που ως ένα σημείο επιδρά αρνητικά στα οικονομικά μεγέθη, στο βαθμό επαναληψιμότητας της επίσκεψης στον εν λόγω προορισμό, στην πρόθεση προς δαπάνη και, κυρίως, στην πολυπόθητη και πολύτιμη εμπειρία που (δεν) βιώνει ο ίδιος ο επισκέπτης!
Η… πολυθρύλητη επέκταση της τουριστικής σαιζόν, για τη συντριπτική πλειοψηφία των προορισμών της πατρίδας μας, βρίσκεται ακόμη σε νηπιακό στάδιο, καθώς εξαντλείται σε ορισμένες ημέρες τον Απρίλιο κι άλλες τόσες τον Οκτώβριο. Καθ’ ολοκληρία, οι επικεφαλής των ενώσεων ξενοδόχων της χώρας μας ζητούν από την πολιτική ηγεσία να μην ενδιαφέρεται τόσο για την ανούσια και μη–προσοδοφόρα αριθμητική αποτύπωση του πλήθους του εισερχόμενου τουρισμού όσο για το οικονομικό τους αποτύπωμα και τη συνεισφορά τους στα μεγέθη των ίδιων των επιχειρήσεων, αλλά και των κρατικών ταμείων.
Η (μη) διαχείριση (και σε ορισμένες περιπτώσεις αρκούντως φτωχή διαδικασία αποκομιδής) των απορριμμάτων, σε συνδυασμό με την εν γένει έλλειψη καθαριότητας των δημόσιων χώρων, το προβληματικό οδικό δίκτυο, οι υποβαθμισμένες όσο και ξεπερασμένες υποστηρικτικές υποδομές (λ.χ. αεροδρόμια, λιμάνια) βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος των ξενοδόχων, σχετικά με το τι θα πρέπει να φροντίσουν οι τοπικές αρχές, με τη συνεπικουρία της κεντρικής εξουσίας.
Η –σε πλείστες περιπτώσεις– έντονα ανοδική πορεία των μεγεθών που σχετίζονται με τη βραχυχρόνια ενοικίαση απασχολεί, επίσης, έντονα τους ξενοδόχους, στο επίπεδο της μη τήρησης ίσων όρων στην αντιμετώπισή τους εκ μέρους της Πολιτείας. Αντιλαμβάνονται πως πρόκειται για απτή πραγματικότητα, που ήρθε για να… μείνει, ωστόσο θεωρούν πως επείγει η θέσπιση πλαισίου που θα διέπει τη λειτουργία, το επίπεδο της παροχής υπηρεσιών, τη φορολόγηση και τις εν γένει υποχρεώσεις όσων επιλέγουν να δραστηριοποιηθούν επαγγελματικά στον εν λόγω τομέα.