Πώς διαμορφώνεται η εγχώρια αγορά, τι ζητούν οι επαγγελματίες της εστίασης, πόσο επηρεάζουν τα «θέλω», οι ιδιαιτερότητες και οι προτιμήσεις των πελατών την κατάρτιση της διαθέσιμης γκάμας ετικετών, αλλά και του μενού των γεύσεων που προσφέρει μια
επιχείρηση εστίασης;

Από τη Στέλλα Αυγουστάκη

Tο ενδιαφέρον των Ελλήνων για τη ζυθοποιία είναι έντονο, όχι μόνο σε επίπεδο δημιουργίας νέων προϊόντων, αλλά και σε επίπεδο κατανάλωσης αυτού του ποτού, που κοντράρεται με το κρασί στην προτίμηση των καταναλωτών.

Ξανθή, σκούρα, μαύρη, φρουτώδης, κελαρίσια, αγγλική, γερμανική, βέλγικη, τσέχικη, ένα είναι σίγουρο, ότι η μπίρα ήταν, είναι και θα είναι ένα από τα πιο αγαπημένα ποτά των Ελλήνων, ειδικά καθώς συνδυάζεται άψογα με την ελληνική κουζίνα. Αν και η αγορά της ζυθοποιίας ήταν από τους πρώτους κλάδους που επλήγησαν στην αρχή της κρίσης, οι 15 εταιρείες παραγωγής μπίρας που λειτουργούν αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα με παραγωγή βασισμένη στην καθαρότητα των πρώτων υλών από την ελληνική ύπαιθρο, μάλλον αλλάζουν τα δεδομένα.

Το 2010, οπότε και ξεκίνησε η κρίση στην Ελλάδα, οι πωλήσεις των εταιρειών ζυθοποιίας υποχώρησαν κατά 10% περίπου, ενώ τα επόμενα χρόνια το ποσοστό αυτό εμφάνισε σημάδια σταθερότητας με αποτέλεσμα να παγιωθεί περίπου στα 3,8 εκατομμύρια εκατόλιτρα τον χρόνο, έναντι των 4,2 εκατομμυρίων του 2010. Το 2015, μάλιστα, καταναλώθηκαν κατά κεφαλή 35 λίτρα μπίρας, ποσότητα που φέρνει την Ελλάδα προτελευταία στη λίστα με την κατά κεφαλή κατανάλωση ανάμεσα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία (τελευταίες στη λίστα με 31 λίτρα), η Τσεχία (πρώτη με 143 λίτρα), η Γερμανία και η Αυστρία με 106 και 105 λίτρα αντίστοιχα.

μπίραΣύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα, οι εταιρείες που κατέχουν το 50% της παγκόσμιας αγοράς είναι μόνο τέσσερις, οι Anheuser-Busch InBev, SABMiller, Heineken International και Carlsberg Group. Σε ό,τι αφορά τις μεγαλύτερες πωλήσεις, τις δύο πρώτες θέσεις κατέχουν δύο «τέκνα» της AB InBev, οι Budweiser και Corona, με 40 και 32 εκατ. βαρέλια αντίστοιχα σε ετήσια βάση, ακολουθούμενες από την ολλανδική Heineken με 29 εκατ. βαρέλια.

Ελληνικό κοινό και μπίρα

Αν και οι Έλληνες παραδοσιακά προτιμούν το κρασί, οι μπιραρίες με τους λαχταριστούς μεζέδες που έχουν ανοίξει τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, τα νέα προϊόντα που δίνουν έμφαση στην καθαρότητα και στη βιολογική προέλευση των πρώτων υλών, οι πρωτότυποι συνδυασμοί υλικών και οι non-alcohol μπίρες, έχουν οδηγήσει τους καταναλωτές να μην αντιμετωπίζουν την μπίρα σαν ένα καλοκαιρινό ποτό. Αντιθέτως, έχουν αναπτύξει ενδιαφέρον να τη «γνωρίσουν» και να τη σεβαστούν.

Μπίρα: Τo ποτό με τα χίλια πρόσωπαΠλέον ενδιαφέρονται για το χρώμα, τα αρώματα και τις γεύσεις των πολλών και διαφορετικών προϊόντων, ενώ σημαντικό ρόλο παίζει το γεγονός ότι έχει χαμηλότερο ποσοστό οινοπνεύματος από οποιοδήποτε άλλο αλκοολούχο ποτό. Ακόμη, αξίζει να αναφέρουμε ότι έχει αυξηθεί το ποσοστό των γυναικών που προτιμούν την μπίρα, καθώς η βιολογική μπίρα συστήνεται από γυναικολόγους κατά την περίοδο του θηλασμού.

Τέλος, εξακολουθεί και παραμένει το πρώτο σε προτίμηση ποτό στους νέους, καθώς είναι ένα οικονομικό αλκοολούχο ποτό, ειδικά από τη στιγμή που οι τιμές των υπολοίπων μπορεί να είναι απαγορευτικές εξαιτίας των συνεχών αυξήσεων του ειδικού φόρου κατανάλωσης. Όσον αφορά την περιεκτικότητα σε αλκοόλ και υδατάνθρακες, μισό μπουκάλι ελαφριά μπίρα περιέχει πάνω-κάτω την ίδια ποσότητα αλκοόλ με ένα ποτήρι κρασί.

Ωστόσο, στη lager (βαθοζύμωτη μπίρα, συχνά διατηρούμενη σε κρύα δεξαμενή πριν την πώληση) η περιεκτικότητα σε αλκοόλ είναι σχεδόν όση και στο κρασί. Σε ό,τι αφορά τους υδατάνθρακες, το κρασί έχει τουλάχιστον 9,1-9,3 γραμμάρια ανά ποτήρι, ενώ ένα ποτήρι μπίρας έχει πολύ περισσότερους (15,6 έως 22,4 γραμμάρια).

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλούμε εισάγετε το σχόλιο σας
Παρακαλούμε εισάγετε το όνομά σας