Η Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας – Περιφερειακή Ενότητα Βοιωτίας, σε συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Βοιωτίας και με αφορμή την επέτειο των πέντε χρόνων λειτουργίας του Αρχαιολογικού Μουσείου Θηβών, διοργανώνουν υπαίθρια εκδήλωση – προβολή, το Σάββατο, 10 Ιουλίου 2021, στον πεζόδρομο της οδού Ερμού στο κέντρο της Αθήνας.
Μ’ ένα καλαίσθητο περίπτερο, εμπνευσμένο από τη συνάντηση του Οιδίποδα με τη Σφίγγα και μέσω του δίγλωσσου, έντυπου πληροφοριακού υλικού για την ιστορία του Αρχαιολογικού Μουσείου Θηβών και τις μουσειακές του συλλογές, η Π.Ε. Βοιωτίας παρουσιάζει το σύγχρονο στολίδι της στο ευρύ κοινό και προσκαλεί, εγχώριους και ξένους επισκέπτες, στην πόλη της Θήβας.
«Στόχος της Π.Ε. Βοιωτίας είναι να προβληθεί το Αρχαιολογικό Μουσείο Θηβών στο πλέον πολυσύχναστο σημείο της Αθήνας, απ` όπου διέρχονται καθημερινά δεκάδες τουρίστες που βρίσκονται ως επισκέπτες στη χώρα μας. Επίσης, η εν λόγω δράση, αποτελεί άριστη ευκαιρία για μια πλατιά γνωριμία του Αρχαιολογικού Μουσείου Θηβών και με τους ίδιους τους Έλληνες και τις Ελληνίδες. Απευθύνουμε ανοιχτή πρόσκληση για επίσκεψη στην πόλη της Θήβας, έναν προορισμό κυριολεκτικά δίπλα στην Αττική», δήλωσε η Αντιπεριφερειάρχης Π.Ε. Βοιωτίας κ. Φανή Παπαθωμά.
Η ιστορία του μουσείου
Το σημερινό Μουσείο αποτελεί το τρίτο κατά σειρά Αρχαιολογικό Μουσείο Θηβών, που φιλοξενεί τις βοιωτικές αρχαιότητες στην ίδια πάντοτε θέση.
Η ιστορία του Αρχαιολογικού Μουσείου Θηβών ξεκινά το 1894, όταν ο παλαιός στρατώνας δίπλα στον μεσαιωνικό πύργο παραχωρήθηκε για να στεγαστούν οι αρχαιότητες, κυρίως γλυπτά και επιγραφές, που συγκέντρωναν από όλη τη Βοιωτία ντόπιοι αρχαιοδίφες και επιστήμονες αρχαιολόγοι, διασώζοντάς τες από την αρχαιοκαπηλία.
Το 1905, με δαπάνες της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, ο στρατώνας μετασκευάστηκε στο πρώτο αρχαιολογικό μουσείο της πόλης, ένα απλό, διώροφο πετρόκτιστο οικοδόμημα, περιορισμένων διαστάσεων. Την έκθεση των αρχαιοτήτων οργάνωσε ο αρχαιολόγος Αντώνιος Δ. Κεραμόπουλλος σε συνεργασία με το ζεύγος των Άγγλων αρχαιολόγων P. και A. Ure οι οποίοι είχαν ανασκάψει πρόσφατα τμήμα νεκροταφείου της αρχαίας Μυκαλησσού (σημ. Ριτσώνας). Δημιουργήθηκε έτσι μια πρωτοποριακή για την εποχή έκθεση, η οποία παρουσίαζε τα ταφικά ευρήματα σε σύνολα και όχι ανάλογα με την καλλιτεχνική τους αξία, όπως συνηθιζόταν έως τότε. Στο πρώτο εκείνο Μουσείο εργάστηκαν πολλές εμβληματικές μορφές της ελληνικής αρχαιολογίας, όπως ο Νικόλαος Παπαδάκις, o Χρήστος Καρούζος και o Ιωάννης Θρεψιάδης. Ο Χρήστος Καρούζος συνέγραψε το 1934 τον πρώτο αρχαιολογικό οδηγό του μουσείου και συνέβαλε στην απόκρυψη των αρχαιοτήτων κατά την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1940-1944).
Μετά τη λήξη του πολέμου διαπιστώθηκε ότι το παλαιό κτήριο δεν επαρκούσε, κατεδαφίστηκε όμως πολύ αργότερα και στη θέση του χτίστηκε ένα ισόγειο οικοδόμημα με προστώο στην είσοδο. Την έκθεση των αρχαιοτήτων του νεότευκτου δεύτερου εκείνου μουσείου ανέλαβε ο Ιωάννης Θρεψιάδης, ο οποίος πέθανε λίγους μήνες πριν τα εγκαίνια του μουσείου που έγιναν στις 9 Δεκεμβρίου 1962. Κτηριακά στο νέο μουσείο επήλθε πλήρης ανανέωση, καθώς αυτό απέκτησε διέθετε λιγοστούς αλλά μεγάλους φωτεινούς χώρους. Η περιορισμένη έκτασή του αντισταθμιζόταν από ορισμένα μοναδικά ευρήματα των συλλογών του, όπως οι σφραγιδοκύλινδροι ανατολικής προέλευσης και οι αμφορείς με επιγραφές σε Γραμμική Β γραφή που είχαν βρεθεί κατά τις ανασκαφές του μυκηναϊκού ανακτόρου της Θήβας, οι λάρνακες από το μυκηναϊκό νεκροταφείο της Τανάγρας και οι ‘μαύρες’ εγχάρακτες στήλες πολεμιστών.
Το δεύτερο αυτό κτήριο, με περιορισμένες κατά καιρούς αναδιατάξεις της έκθεσής του, διήνυσε πορεία 45 χρόνων, μέχρι το 2007, οπότε ενσωματώθηκε στο σημερινό – τρίτο κατά σειρά– Αρχαιολογικό Μουσείο Θηβών.