Το Δικαστήριο της ΕΕ αποσαφηνίζει ορισμένες διατάξεις του κανονισμού για τα δικαιώματα των επιβατών στις θαλάσσιες και εσωτερικές πλωτές μεταφορές.
Οι υποχρεώσεις μεταφοράς με άλλο δρομολόγιο και αποζημίωσης σε περίπτωση ματαίωσης μιας υπηρεσίας μεταφοράς τελούν σε αναλογία με τον σκοπό που επιδιώκει ο κανονισμός.
Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Irish Ferries Ltd (στο εξής: Irish Ferries), ιρλανδικής ναυτιλιακής εταιρίας, και της National Transport Authority (εθνικής αρχής μεταφορών, Ιρλανδία) (στο εξής: NTA), με αντικείμενο την εφαρμογή του κανονισμού 1177/20101 στην περίπτωση της ματαίωσης από την πρώτη μιας ολόκληρης περιόδου διεξαγωγής δρομολογίων μεταξύ Δουβλίνου (Ιρλανδίας) και Χερβούργου (Γαλλίας).
Η Irish Ferries παρέχει υπηρεσίες μεταφοράς επιβατών μεταξύ λιμένων της Ιρλανδίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας. Προκειμένου να εγκαινιάσει νέα γραμμή σύνδεσης μεταξύ Δουβλίνου και Χερβούργου, παρήγγειλε νέο πλοίο το οποίο επρόκειτο να παραδοθεί μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου του 2018.
Από τον Οκτώβριο του 2017 η Irish Ferries άρχισε να διαθέτει προς προπώληση εισιτήρια για τη θερινή περίοδο 2018. Λόγω καθυστέρησης εκ μέρους ορισμένων κατασκευαστών εξοπλισμού του ναυπηγείου, η Irish Ferries αναγκάστηκε να ματαιώσει αρχικά τα δρομολόγια του Ιουλίου και στη συνέχεια το σύνολο των δρομολογίων που είχαν προγραμματιστεί για τη συγκεκριμένη περίοδο. Πράγματι, το επίμαχο πλοίο παραδόθηκε τελικώς μόλις τον Δεκέμβριο του 2018 και η Irish Ferries δεν κατόρθωσε να ανεύρει άλλο πλοίο αντικατάστασης με το οποίο θα μπορούσε να παράσχει την ίδια υπηρεσία. Όλοι οι επιβάτες ενημερώθηκαν για την ακύρωση των εισιτηρίων τους τουλάχιστον επτά εβδομάδες πριν την ημερομηνία της αρχικώς προγραμματισμένης αναχώρησης.
Η Irish Ferries πρότεινε στους επιβάτες είτε τη μεταφορά με άλλο δρομολόγιο από και/ή προς άλλους λιμένες, μεταξύ άλλων και μέσω «landbridge» (χερσαίας γέφυρας), δηλαδή με μεταφορά διά θαλάσσης από λιμένα της Ιρλανδίας (ή της Γαλλίας) σε λιμένα του Ηνωμένου Βασιλείου και στη συνέχεια με οδική μεταφορά προς άλλον λιμένα του Ηνωμένου Βασιλείου από τον οποίον οι επιβάτες θα συνέχιζαν το ταξίδι τους με δεύτερη μεταφορά διά θαλάσσης προς λιμένα της Γαλλίας (ή της Ιρλανδίας), είτε την πλήρη επιστροφή της τιμής των εισιτηρίων τους.
Μετά από απόφαση που έλαβε και επικύρωσε η NTA, σύμφωνα με την οποία η Irish Ferries δεν είχε εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της μεταφοράς με άλλο δρομολόγιο ή αποζημίωσης σύμφωνα με τον κανονισμό 1177/2010, η εν λόγω εταιρία προσέφυγε στο High Court (ανώτερο δικαστήριο, Ιρλανδία). Το High Court αποφάσισε να αναστείλει την εκδίκαση της υπόθεσης και να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία και το κύρος του κανονισμού 1177/2010.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
Το Δικαστήριο επισημαίνει, κατ’ αρχάς, ότι ο κανονισμός 1177/2010 εφαρμόζεται στην περίπτωση κατά την οποία ο μεταφορέας ματαιώνει την υπηρεσία μεταφοράς επιβατών τηρώντας προθεσμία προειδοποίησης πολλών εβδομάδων πριν από την αρχικώς προγραμματισμένη αναχώρηση, για τον λόγο ότι το πλοίο με το οποίο επρόκειτο να παρασχεθεί η υπηρεσία αυτή παραδόθηκε με καθυστέρηση και δεν κατέστη δυνατόν να αντικατασταθεί. Το Δικαστήριο διαπιστώνει εξάλλου ότι η γενική οικονομία του κανονισμού 1177/2010 συνηγορεί υπέρ της ευρείας ερμηνείας της έννοιας της «χρησιμοποίησης» μιας υπηρεσίας θαλάσσιας μεταφοράς.
Το Δικαστήριο απορρίπτει στη συνέχεια τους ισχυρισμούς της Irish Ferries σύμφωνα με τους οποίους οι υποχρεώσεις των παρόχων υπηρεσιών θαλάσσιας μεταφοράς επιβατών, σε περίπτωση ματαίωσης μιας υπηρεσίας μεταφοράς, τους επιβάλλουν σημαντικές οικονομικές επιβαρύνσεις, δυσανάλογες σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει ο κανονισμός.
Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι με τα μέτρα παρέχεται στους επιβάτες η επιλογή μεταξύ μετάβασης στον τελικό προορισμό και παραίτησης από το δικαίωμα μεταφοράς τους με αίτημα επιστροφής της τιμής του εισιτηρίου. Όσον αφορά την προβλεπόμενη αποζημίωση, αυτή ποικίλλει ανάλογα με τη διάρκεια της καθυστέρησης άφιξης στον τελικό προορισμό, όπως αυτός καθορίζεται στη σύμβαση μεταφοράς, και προκύπτει από προσέγγιση που είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας και που αποσκοπεί στην αποκατάσταση των επιζήμιων συνεπειών από την καθυστέρηση ή τη ματαίωση, των οποίων η άρση επιδιώκεται με τον εν λόγω κανονισμό.
Με τις απαντήσεις του στα λοιπά προδικαστικά ερωτήματα, το Δικαστήριο αποσαφήνισε διάφορες πτυχές του κανονισμού 1177/2010:
– σε περίπτωση που ματαιωθεί υπηρεσία μεταφοράς επιβατών και δεν υφίσταται καμία εναλλακτική υπηρεσία μεταφοράς στην ίδια γραμμή σύνδεσης, ο μεταφορέας υποχρεούται να προσφέρει στον επιβάτη, βάσει του δικαιώματος του τελευταίου σε μεταφορά με άλλο δρομολόγιο προς τον τελικό προορισμό, υπό συγκρίσιμες συνθήκες και το ταχύτερο δυνατόν, όπως προβλέπεται στη διάταξη αυτή, εναλλακτική υπηρεσία μεταφοράς με δρομολόγιο διαφορετικό από εκείνο της ματαιωθείσας υπηρεσίας ή υπηρεσία θαλάσσιας μεταφοράς σε συνδυασμό με άλλους τρόπους μεταφοράς, όπως είναι η οδική ή σιδηροδρομική μεταφορά, και οφείλει να αναλαμβάνει τις τυχόν πρόσθετες δαπάνες στις οποίες υποβάλλεται ο επιβάτης στο πλαίσιο αυτής της μεταφοράς με άλλο δρομολόγιο προς τον τελικό προορισμό.
– Όταν ο μεταφορέας ματαιώνει υπηρεσία μεταφοράς επιβατών τηρώντας προθεσμία προειδοποίησης πολλών εβδομάδων πριν από την αρχικώς προγραμματισμένη αναχώρηση, ο επιβάτης έχει δικαίωμα αποζημίωσης, αν αποφασίσει να μεταφερθεί με άλλο δρομολόγιο το ταχύτερο δυνατόν, ή ακόμη και να μεταθέσει το ταξίδι του σε μεταγενέστερη ημερομηνία, και φθάνει στον αρχικώς προγραμματισμένο τελικό του προορισμό με καθυστέρηση που υπερβαίνει τα όρια του άρθρου 19 του κανονισμού. Αντιθέτως, αν ο επιβάτης επιλέξει να του επιστραφεί η τιμή του εισιτηρίου, δεν έχει τέτοιο δικαίωμα αποζημίωσης δυνάμει του άρθρου αυτού.
– Η «τιμή του εισιτηρίου» περιλαμβάνει τα έξοδα τα οποία αφορούν τις πρόσθετες προαιρετικές παροχές που έχει επιλέξει ο επιβάτης, όπως η κράτηση καμπίνας ή χώρου παραμονής ζώων ή και η πρόσβαση σε σαλόνια της διακεκριμένης θέσης.
– Η καθυστερημένη παράδοση επιβατηγού πλοίου η οποία είχε ως συνέπεια τη ματαίωση όλων των δρομολογίων που επρόκειτο να πραγματοποιηθούν με αυτό στο πλαίσιο νέας θαλάσσιας σύνδεσης δεν εμπίπτει στην έννοια των «έκτακτων περιστάσεων».
– Το άρθρο 24 του κανονισμού 1177/2010 δεν απαιτεί από τον επιβάτη που ζητεί αποζημίωση δυνάμει του άρθρου 19 του κανονισμού να υποβάλει το αίτημά του υπό τη μορφή παραπόνου στον μεταφορέα εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία εκτελέστηκε ή έπρεπε να εκτελεστεί η υπηρεσία μεταφοράς.
– Εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του αρμόδιου για την εφαρμογή του κανονισμού εθνικού φορέα, όπως αυτός έχει οριστεί από κράτος μέλος, όχι μόνον η υπηρεσία μεταφοράς επιβατών από λιμένα ευρισκόμενο στο έδαφος του κράτους μέλους αυτού, αλλά και η υπηρεσία μεταφοράς επιβατών από λιμένα ευρισκόμενο στο έδαφος άλλου κράτους μέλους με προορισμό λιμένα ευρισκόμενο στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους, όταν η τελευταία αυτή υπηρεσία μεταφοράς εντάσσεται στο πλαίσιο δρομολογίου μετ’ επιστροφής το οποίο ματαιώθηκε στο σύνολό του.
1Κανονισμός (ΕΕ) 1177/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τα δικαιώματα των επιβατών στις θαλάσσιες και εσωτερικές πλωτές μεταφορές και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 2006/2004 (ΕΕ 2010, L 334, σ. 1).