30 χρόνια, 285 τεύχη, άπειρες σελίδες, αναρίθμητες λέξεις, ένας τίτλος:
«ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΓΟΡΑ»! Και πάντοτε η υπηρέτηση ενός σκοπού:
η πρόοδος της εγχώριας τουριστικής βιομηχανίας
και των μετεχόντων σε αυτή.
Ερχόμαστε από μακριά με «πυξίδα» μας τον Τουρισμό!
Ιανουάριος του 1989. Η χώρα κάνει τα πρώτα βήματά της σε μια χρονιά η οποία θα χαρακτηριστεί από έντονες αναταράξεις σε πολιτικό και, κατ’ επέκταση, οικονομικό επίπεδο. Τα γεγονότα θα διαμορφώσουν τις συνθήκες για ένα διαφορετικό αύριο, το οποίο, όμως, θα αποδειχτεί εφήμερο όσο και βραχύβιο, λόγω πρόσθετων πολιτικών διεργασιών, η ερμηνεία των οποίων ακόμη και σήμερα γεννά πάθη, ενώ η αποσαφήνισή τους δεν έχει πραγματωθεί στην έκταση που θα αναμενόταν. Μια χρονιά, που έμελλε να βρει στο «τιμόνι» της Ελλάδος συνολικά 4 (!) πρωθυπουργούς, μια οικουμενική και δύο υπηρεσιακές κυβερνήσεις, καθώς ο εκλογικός νόμος που ίσχυε είχε θεσπιστεί με αποκλειστικό στόχο -ουσιαστικά- να αποτρέψει την αλλαγή της κυβέρνησης.
Αποτέλεσμα; Να λάβουν χώρα μια σειρά από συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις, οι οποίες επιβάρυναν το πολιτικό σκηνικό, όξυναν τα πνεύματα, πυροδότησαν την εμφάνιση έντονα διχαστικών αισθημάτων και χρέωσαν με αρκετές εκατοντάδες εκατομμυρίων δραχμών το Δημόσιο Ταμείο. Η γνωστή όσο και πολλάκις επαναλαμβανόμενη ιστορία του δέντρου και του δάσους… Την ίδια χρονιά, συστάθηκε στη Βουλή μια ειδική προανακριτική επιτροπή, προκειμένου να διαπιστωθεί η ενοχή ή μη των Ανδρέα Παπανδρέου, Μένιου Κουτσόγιωργα, Δημήτρη Τσοβόλα, Γιώργου Πέτσου και Παναγιώτη Ρουμελιώτη, για την υπόθεση του σκανδάλου Κοσκωτά, η οποία εν τέλει παρέπεμψε τους 5 πολιτικούς στο Ειδικό Δικαστήριο. Στο μεσοδιάστημα, ταυτόχρονα, είχε συμβεί κι η δολοφονία του βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας, Παύλου Μπακογιάννη, από τα μέλη της τρομοκρατικής οργάνωσης «17 Νοέμβρη». Σκηνικό και περιστατικά που κάθε άλλο παρά ηρεμία κι ευημερία προμήνυαν.
Ο τουρισμός στα… σπάργανα
Κι όμως, σε αυτό το πλαίσιο, μια εμπνευσμένη εκδοτική ομάδα αποδείκνυε στην πράξη πως, για μια ακόμη φορά, έβλεπε μακριά. Ηταν μια ομάδα που αναζητούσε την καινοτομία, το «φρέσκο», το διαφορετικό, το σύγχρονο, όχι όμως με όρους της εγχώριας αγοράς, αλλά με βάση τα διεθνή στάνταρντ και δεδομένα. Μια ομάδα που υιοθέτησε κινήσεις και περιεχόμενο τα οποία ωθούσαν την αγορά να προβληματιστεί, να εμπνευστεί και να εξελιχθεί. Μια ομάδα που λειτούργησε ως γέφυρα-πλατφόρμα προώθησης προϊόντων και λύσεων των επιχειρηματιών στους επαγγελματίες αναγνώστες-πελάτες. Ετσι, λοιπόν, γεννήθηκε η «ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΓΟΡΑ».
H «ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΓΟΡΑ» απευθυνόταν σε μια αγορά πουαπείχε πόρρω από τα σημερινά «μεγαλεία», μεγέθη, γνώση, ωριμότητα, εμπειρίακαι προοπτικές.
Απευθυνόταν σε μια αγορά που απείχε πόρρω από τα σημερινά «μεγαλεία», μεγέθη, γνώση, ωριμότητα και προοπτικές. Αρκεί να σημειωθεί πως το 1988 η Ελλάδα υποδέχτηκε συνολικά 8.216.000 τουρίστες, μέγεθος αυξημένο κατά 2,6%, εν συγκρίσει με το αμέσως προηγούμενο έτος. Όσο για τα έσοδα που προέκυψαν από τον τουρισμό εκείνη τη χρονιά, ανήλθαν σε 2,5 δισεκατομμύρια δολάρια (+10,6%). Μάλιστα, αρκούντως χρήσιμο θα ήταν να τονιστεί πως το 1988 αποτέλεσε την πρώτη χρονιά επιβράδυνσης του ρυθμού ανάπτυξης των τουριστικών μεγεθών, έπειτα από μια συνεχόμενη τετραετία, χαρακτηριστική για τα «εκρηκτικά» της μεγέθη. Συγκεκριμένα, ενώ το 1983 την Ελλάδα επισκέπτηκαν συνολικά 5.258.372 τουρίστες, αποφέροντας έσοδα της τάξεως των 1,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων, μεγέθη τα οποία κινήθηκαν σε αρνητικό επίπεδο, σε σχέση με το 1982 (-3,7% και 23% σε επισκεψιμότητα κι έσοδα, αντίστοιχα), το 1984 σηματοδότησε μια «στροφή» προς την αναπτυξιακή διάσταση του τουρισμού.
Ήτοι, οι επισκέπτες αυξήθηκαν κατά 14,6%, φτάνοντας στους 6.027.266, για να συνεχιστεί η ανοδική τροχιά και κατά την επόμενη διετία [1985: 7.039.428 άτομα (+16,8%), 1986: 7.340.000 επισκέπτες (+4%), 1987: 8.004.000 άτομα (+9%)]. Αντίστοιχα ανοδική ήταν κι η τάση που καταγράφηκε και στον εξαιρετικά πολύτιμο τομέα των εσόδων, καθώς από τα 1,3 δισ. δολάρια το 1984 (+11,7%), φτάσαμε στα 2,2 δισ. δολάρια το 1987 (+23,7%), έχοντας νωρίτερα περάσει σταδιακά από τα 1,4 δισ. δολάρια το 1985 (+8,8%), 1,8 δισ. δολάρια 1986 (+28,3%) και $2,2 δισ. δολάρια το 1987 (23,7%). Μια απλή συγκριτική ματιά στα προαναφερθέντα δεδομένα δείχνει πως ο ρυθμός ανάπτυξης «έτρεχε» με… σπασμένα φρένα επί τετραετία, οπότε νομοτελειακά πλησίαζε το φαινόμενο της διόρθωσης.
Το τότε που έχει απόκριση στο τώρα!
Μάλιστα, όπως αναφέρεται στο πρώτο τεύχος της ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ, ο αναπληρωτής υπουργός Εθνικής Οικονομίας -το όνομα του οποίου αποτέλεσε συνώνυμο του τουρισμού επί πολλά χρόνια – Νίκος Σκουλάς, σε ομιλία που πραγματοποίησε σε επενδυτικό συνέδριο της εποχής, αναφορικά με τις προοπτικές του ελληνικού τουρισμού είχε αναφέρει πως: «Η σημερινή Ελλάδα είναι η χώρα που παρέχει τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα σε όλους τους σοβαρούς επενδυτές στον τομέα του τουρισμού. Μια χώρα πλούσια, προικισμένη με ιστορία, πολιτισμό και φυσική ομορφιά, με μια πολιτική δυναμικής τουριστικής ανάπτυξης, που υποστηρίζεται από οικονομικά και άλλα κίνητρα, πλαισιωμένα από εργασιακή ειρήνη και που με τη σειρά της εγγυάται εξαιρετική απόδοση της επένδυσης με το μικρότερο δυνατό κόστος».
Επιπροσθέτως, ο κ. Σκουλάς έδωσε έμφαση στην ύπαρξη σειράς κινήτρων, όπως αυξημένη χρηματοδότηση με επιδοτήσεις και δάνεια, συνθήκες κατασκευής ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων, εισαγωγή νέων τεχνικών προδιαγραφών (τουριστικά χωριά), καθώς επίσης και δημιουργία ειδικού τμήματος επενδύσεων στον ΕΟΤ. Εκτός από την ανάδειξη πρακτικών κι εν γένει λογικών που επικρατούσαν εκείνη την εποχή (λ.χ. επιδοτήσεις), κι ως ένα βαθμό εντάσσονται στις διαχρονικές παθογένειες της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, σε συνδυασμό με την αδυναμία της να αντιληφθεί την έννοια του επιχειρείν και να το υποστηρίξει ουσιαστικά, μακριά από «ταμπέλες», αποκλεισμούς και μικροπολιτικές σκοπιμότητες, οι επισημάνσεις του κ. Σκουλά ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση και ακόμη και σήμερα, έπειτα από την πάροδο 30 και πλέον ετών, θεωρούνται ως φιλοπρόοδες.